Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φόνοι

См. также в других словарях:

  • φόνοι — φόνος murder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alexis Panselinos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Alexis Panselinos caption = pseudonym = birth date = 1943 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = Greek period = 1982 ndash; genre = subject = movement =… …   Wikipedia

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • Caedes — CAEDES, ium, Gr. Φόνοι, ων, (⇒ Tab. I.) Töchter der Eris, oder des Zankes, deren Schwestern die Arbeit. Hunger, Schmerzen, Streit, Lügen, u.s.f. waren. Hesiod. Theog. v. 228 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Плоть (христианство) — У этого термина существуют и другие значения, см. Плоть. Плоть (лат. caro) в христианстве: земное начало в человеке, враждебное духу, а также мягкие части человеческого тела, противостоящие как костям (Быт.2:23), так и крови. Весь человек с… …   Википедия

  • UNGENDI Ritus — olim frequens admodum. Namque infantem uterô egressum statim lavabant, partim sale, partim aquâ, eâque vel tepidâ, vel fervente, vel frigidâ, quâ Germani etiam legitimum fetum explorârunt, Lacones vinô: Additum apud Graecos oleum in χύτλῳ, de quo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …   Dictionary of Greek

  • αιματολάφτης — και ματο αυτός που ρουφά αίμα, που τού αρέσουν οι φόνοι, αιμοβόρος, αιμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιματολάπτης < αίμα, ατος + λάπτω «πίνω, ρουφώ»] …   Dictionary of Greek

  • λα- — (Α) προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα ) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα κατάρατος λα καταπύγων, λα πτυήρ, λα φονοι, λά μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ) κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»