-
1 φόνος
φόνος, ὁ (ΦΈΝΩ), Mord, sowohl verübter als erlittener, Ermordung, Todtschlag, Erlegung, auch im Kriege und auf der Jagd; oft bei Hom.: φόνον καὶ Κῆρα φυτεύειν τινί Od. 2, 165; φόνον μερμηρίζειν τινί 19, 2; σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίϑεσσιν Il. 17, 757; οὐ σοὶ φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός Od. 1, 1, 444; also übh. Blutvergießen, Blutbad, Gemetzel; auch im plur., Il. 11, 612; Hes. Th. 228; Theogn. 51; φόνον ἔπρασσεν Pind. N. 3, 44; Tragg. oft; φόνων ἀπέχεσϑαι Ar. Ran. 1030; u. in Prosa, φόνος Ἑλληνικός, an den Griechen verübter Mord, Her. 7, 170; Plat. u. A. – Von der Todesstrafe, φόνον προκεῖσϑαι δημόλευστον Soph. Ant. 36. – Das durch Mord vergossene Blut, Mordblut, κεῖσϑαι ἐν φόνῳ Il. 24, 610, vgl. 10, 298 Od. 22, 376; auch φόνος αἵματος, Il. 16, 162; μέλανι φόνῳ ῥαίνων πεδίον Pind. I. 7, 50; εἶδον τοὺς παῖδας ἐν τοῖς φόνοις Ael. H. A. 3, 21; das Opferblut, Aesch. Spt. 44; auch die Leiche, ϑάλασσα ναυαγίων πλήϑουσα καὶ φόνου βροτῶν, Pers. 412. – Das Werkzeug, wodurch der Mord vollbracht wird, die Ursache des Mordes, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν, von einer Lanze gesagt, Il. 16, 144. 19, 391 Od. 21, 24; dah. auch der Mörder, wie Pind. P. 4, 250 die Medea nennt τὸν Πελίαο φόνον, des Pelias Mörderinn. – Später auch ein des Todes würdiger Bösewicht, E. M.
-
2 φόνος
φόνος (-ου, -ῳ, -ον)a bloodἈχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον I. 8.50
b bloodshedμάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. met., v. φονός. -
3 φονός
φονός, ἡ, -
4 φόνος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φόνος
-
5 φόνος
φόνος, ὁ, Mord, sowohl verübter als erlittener, Ermordung, Totschlag, Erlegung, auch im Kriege und auf der Jagd; übh. Blutvergießen, Blutbad, Gemetzel; φόνος Ἑλληνικός, an den Griechen verübter Mord. Von der Todesstrafe. Das durch Mord vergossene Blut, Mordblut; das Opferblut; die Leiche. Das Werkzeug, wodurch der Mord vollbracht wird, die Ursache des Mordes; φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν, von einer Lanze gesagt; dah. auch der Mörder, wie man die Medea nennt τὸν Πελίαο φόνον, des Pelias Mörderin; ein des Todes würdiger Bösewicht -
6 φόνος
φόνος, ου, ὁ (Hom.+) murder, killing Mk 15:7; Lk 23:19, 25 (cp. Sb 7992 [pap c. 200 A.D.] 22f κεκράτηται ἕνεκα φόνου); Ac 9:1. ἐν φόνῳ μαχαίρης (Ex 17:13; Dt 13:16; 20:13) (by being murdered) with the sword Hb 11:37. Anger as a cause D 3:2a. Pl. bloody deeds (Diod S 13, 48, 2; Ael. Aristid. 35, 7 K.=9 p. 100 D.; Lucian, Catapl. 27 al.; 2 Macc 4:3; Jos., C. Ap. 2, 269, Vi. 103; Mel., P. 50, 367) 3:2b. W. other sins Mt 15:19; Mk 7:21; Rv 9:21. In lists of vices (cp. Dio Chrys. 17 [34], 19 codd.; Hos 4:2; Mel., P. 50, 367; Ath., R. 23 p. 76, 12) Ro 1:29 (sing. w. φθόνος.—A similar wordplay in Appian, Hann. 21 §93 φόνος τε καὶ πόνος); B 20:1 (sing.); D 5:1 (pl.).—B. 1455. Frisk. DELG s.v. θείνω. M-M. -
7 φονός
φονόςmurderess: fem nom sg -
8 φόνος
φόνοςmurder: masc nom sg -
9 φονός
φονός ? (ἡ)1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) P. 4.250 -
10 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
11 φονος
I.3II.ὅ (см. 7) тж. pl.1) убийствоφόνον τεύχειν или φυτεύειν τινί Hom. — готовить чьё-л. убийство;
φόνου δικάζειν Luc. — судить за убийство;φόνοι πατρός или πατρῷοι Soph. — убийство отца;φόνος Ἑλληνικός Her. — избиение греков;φόνοι τ΄ ἀνδροκτασίαι τε Hom. — резня и человекоубийство;ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀποθανεῖν NT. — погибнуть от меча2) смертная казньφ. δημόλευστος Soph. — казнь через побиение камнями
3) (тж. φ. αἵματος Hom.) пролитая кровь(κεῖσθαι ἐν φόνῳ Hom.)
φόνου σταγόνες Soph. — капли крови;ταύρειος φ. Aesch. — кровь (заколотого в жертву) быка4) жертва убийства, труп убитогоὁ φ. καθαιμακτός Eur. — окровавленный труп;
собир. φ. βροτῶν Aesch. — трупы убитых5) туша, мясо6) орудие убийстваμελίη, φ. ἔμμεναί τινι Hom. — ясеневое копье, предназначенное для уничтожения кого-л.
7) убийца(Μήδεια, ἁ Πελίαο φ. Pind.)
-
12 φόνος
ὁ φόνος резня, убийство -
13 φόνος
{сущ., 10}Ссылки: Мф. 15:19; Мк. 7:21; 15:7; Лк. 23:19, 25; Деян. 9:1; Рим. 1:29; Гал. 5:21; Евр. 11:37; Откр. 9:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόνος
-
14 φόνος
{сущ., 10}Ссылки: Мф. 15:19; Мк. 7:21; 15:7; Лк. 23:19, 25; Деян. 9:1; Рим. 1:29; Гал. 5:21; Евр. 11:37; Откр. 9:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόνος
-
15 φόνος
ο1) убийство; 2) юр. преднамеренное убийство;κατηγορούμαι επί φόνω — обвиняться в преднамеренном убийстве
-
16 φόνος
убийство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φόνος
-
17 φόνος
-
18 φόνος
-ου + ὁ N 2 9-0-5-3-7=24 Ex 5,3; 17,13; 22,1; Lv 26,7; Nm 21,24murder Ex 5,3; massacre, slaughter (by the sword) Ex 17,13*Jb 21,22 φόνους murders-דמים for MT רמים the exaltedCf. DOGNIEZ 1992, 288; LE BOULLUEC 1989 35.107; WEVERS 1990 60.270.341; →LSJ Suppl; LSJRSuppl -
19 φόνος
[фонос]ουσ α убийство. -
20 φόνος
assassinat
См. также в других словарях:
φονός — murderess fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνος — murder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονός — (I) ἡ, Α αυτή που φονεύει, φονεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός (ἡ) < φόνος, με καταβιβασμό τού τόνου. Η ύπαρξη τού επιθ. φονός, ή, όν παραμένει αμφίβολη]. (II) ή, όν, Α φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)] … Dictionary of Greek
φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… … Dictionary of Greek
φόνος — ο 1. βίαιη αφαίρεση της ζωής, βίαιος θάνατος, ανθρωποκτονία, φονικό, σκότωμα: Δύο φόνοι από αυτοκινητικό δυστύχημα. 2. (νομ.), προμελετημένη ανθρωποκτονία (σε αντιδιαστολή με την «αναίρεση»): Έστησε ενέδρα κι έκανε φόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόνω — φόνος murder masc nom/voc/acc dual φόνος murder masc gen sg (doric aeolic) φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фонос — • Φόνος, φονικά, 1. см. Άρειος πάγος, Ареопаг; 2. Έφέται, Эфеты … Реальный словарь классических древностей
φονόν — φονός murderess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνοι — φόνος murder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνοιο — φόνος murder masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνοις — φόνος murder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)