-
1 ἔρις
ἔρις, ιδος, ἡ, der Streit, Zank, die Uneinigkeit, bei Hom. vom eigentlichen Kampfe, ὦρτο δ' ἔρις κρατερὴ λαοσσόος Il. 20, 48, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε 5, 891; μήπως ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν ἀλλήλους τρώσητε, Streit anfangend, Od. 16, 292; ἔρις πτολέμοιο Il. 14, 389; ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος 5, 861; νεῖκος ἔριδος 17, 384; πρὶν γενέσϑαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pind. N. 8 extr. Vgl. noch ἔριδι u. ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, Il. 1, 8. 7, 111; ἔριδι ξυνιέναι, in Streit kommen, kämpfen, 20, 66; ἔριδι ξυνελαύνειν ϑεούς, sie im Kampf zusammenhetzen, ibd. 134; ἔριδα ῥήγνυντο, sie theilten den Kampf, so daß auf mehreren Stellen zugleich gefochten ward; ἔριν συμβάλλειν, λύειν, Eur. Med. 521 Phoen. 81; αἱματόεσσα, αἱματηρά, Aesch. Ag. 682 Ch. 467; κατασβέσαι ἔριν Soph. O. C. 423, der φόνοι, στάσις, ἔρις, μάχαι vrbdí, 1235; ἔσται μεγάλης ἔριδός τις ἀγών Ai. 1142; εἰς ἔριν ἐλϑεῖν, in Streit gerathen, Ar. Ran. 877; ἐμπίπτειν εἰς ἔριν Eur. I. A. 377; εἰς ἔριν ἀφικνεῖσϑαί τινι 319; ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν Thuc. 2, 21; πρὸς ἀλλήλους 6, 35; ἐγένετο ἔρις ἀνϑρώποις, mit folgendem μή c. inf., 2, 54; ἔρις καὶ μάχη Plat. Hipp. mai. 294 d; ἔριν ἔχειν Legg. V, 736 c; οὐ κατ' ἔριν, nicht im Streit, Critia. 109 b; ἔριδος ἕνεκα, aus Streitsucht, Soph. 237 b; ἔριδι, οὐ διαλέκτῳ πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι Rep. V, 454 a, Wort streit, Wortgezänk, im Ggstz des eigentlichen Disputirens, u. so oft Plut. u. a. Sp. Vgl. noch ἦν πολλὴ ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος, Thuc. 3, 11; ἔριν λόγων διδόναι ἀλλήλοις, Wechselgespräch unter einander anknüpfen, Eur. Bacch. 715; – ἔριδες, Streitigkeiten, Zänkereien, ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il. 2, 376; Ar. Th. 788; μεστὸν ἐρίδων Plat. Phil. 49 a; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων χρηματιζόμενος Soph. 225 e; δι' ἐρίδων εἶναί τινι, mit Einem im Streit liegen, Plut. Cass. 23. – Bes. auch Wettkampf, Wettstreit, Wetteifer, ἔρις ἔργοιο, ἀέϑλων, Wetteifer in der Arbeit, um die Kampfpreise, Od. 8, 210. 18, 366; ἔριδα προφέρειν, π ροφέρεσϑαι, wetteifern, 6, 92; ἔριν στῆσαι ἔν τισι, 16, 292. 19, 11; Hes. O. 11 sqq. unterscheidet den Wettstreit im Guten u. den bösen Streit; χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνϑρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pind. N. 10, 72; νικᾷ δ' ἀγαϑῶν ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός Aesch. Eum. 932; Suppl. 635; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπεῖν, mit dem Donner des Zeus um die Wette krachen, Eur. Cycl. 328; ὅπλων, καλλονᾶς, Hel. 100. 1307; ἀμφί τινι, Her. 6, 129; κατ' ἔριν τῶν Αϑηναίων, aus Wettstreit, Rivalität mit den Athenern, 5, 88; τοῖς ἀρίστοις οἱ ἀγῶνες οὗτοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἔριδας καὶ φιλονεικίας ἐνέβαλλον, erregten Wetteifer unter ihnen, Xen. Cyr. 8, 2, 26; τοὺς ἡβῶντας εἰς ἔριν συμβάλλειν περὶ ἀρετῆς Lac. 4, 2; εἰς ἔριν μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ὁρμᾶσϑαι, um die Wette mit den Gebildeten in den Kampf eilen, Cyr. 2, 3, 15. – Ueber die personificirte Ἔρις s. nom. pr.
-
2 ἔρις
Aἔριν Od.3.136
, etc.; also ἔριδα, usu. in [dialect] Ep.: pl.ἔριδες, laterἔρεις Ep.Tit.3.9
, etc.:—strife, quarrel, contention:I in Il., mostly of battle-strife,αἰεὶ γάρ τοι ἔ. τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
;μεμαυῖ' ἔριδος καὶ ἀϋτῆς 5.732
, cf. 13.358 ;κακὴ ἔ. 3.7
;ἔ. πτολέμοιο 14.389
, al.; reversely,ἔριδος νεῖκος 17.384
; ἔριδα ξυνάγοντεςἌρηος 5.861
; ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, 1.8, 7.111 ;ἔριδι ξυνιέναι 20.66
, 21.390 ; later,τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pi.N.8.51
;ἔρις ἐνόπλιος Gorg.Fr.6
D.II generally, quarrel, strife,ἔρις θυμοβόρος Il.20.253
, etc.: less freq. in pl., ἔριδας καὶ νείκεα ib. 251 : freq. of political or domestic discord,φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι S.OC 1234
(lyr.);ἔριδες, νείκη, στάσις,..πόλεμος Ar.Th. 788
;ἔριδος ἀγών S.Aj. 1163
(anap.); ;ἔριν περί τινος ἐκφυγεῖν Pl.Lg. 736c
; λύειν, κατασβέσαι, E.Ph.81, S.OC 422 ;γενέσθαι ἔριν πρὸς σφᾶς αὐτούς Th.6.31
: with Preps.,ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Hdt.9.33
, cf. Ar.Ra. 877 (hex.); ἀφῖχθαι, ἐμπεσεῖν, E.IA 319 (troch.), 377 ;ἐν πολλῇ ἔριδι εἶναι Th.2.21
;ἐν ἔριδι εἶναι πρὸς ἀλλήλους Id.6.35
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος δι' ἐρίδων ἦν Plu.Caes.33
: c. inf.,εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις..ἀρχῆς λαβέσθαι S.OC 372
.2 wordy wrangling, disputation,ἐκ τῆς ἔριδος..ἐμάχοντο Hdt.1.82
; ;ἐγένετο ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλὰ λιμόν Th.2.54
;ἦν ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε.. Id.3.111
;μεστὸς ἐρίδων καὶ δοξοσοφίας Pl.Phlb. 49a
, cf.Ti. 88a ;ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Isoc.10.6
;ἔριδος ἕνεκα Pl.Sph. 237b
; cf. ἐριστικός.III Personified, Eris, a goddess who excites to war,Ἔ. κρατερή Il.20.48
;ἐν δ' Ἔ. ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ Κήρ 18.535
;Νὺξ..Ἔριν τέκε καρτερόθυμον Hes.Th. 225
: hence, as goddess of Discord, at the marriage of Peleus and Thetis, Coluth.39, al.2 as a principle of nature,πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι Heraclit.8
: pl., Emp.124.2.IV contention, rivalry, freq. in Od., ἔργοιο in work, 18.366 ; ὅς τις ἔριδα προφέρηται ἀέθλων for prizes, 8.210 ;ἔρις χερσὶ γένηται 18.13
; ἔριδα προφέρουσαι in eager rivalry, 6.92 ;ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν 16.292
: in later Poets, contest, καλλονᾶς, μελῳδίας, E.IA 1308, Rh. 923 ;ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις Id.Hel. 100
;ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.6.129
; ;ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους ὅπως.. X.Cyr.6.2.4
; εἰς ἔριν ὁρμᾶσθαι ταύτης τῆς μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ib.2.3.15 ;εἰς ἔριν συμβάλλειν τινὰς περὶ ἀρετῆς Id.Lac.4.2
; κατ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων out of rivalry with.., Hdt.5.88, cf. Pl.Criti. 109b ; ἔβα Πινδάροιο (leg. - οι)ποτ' ἔριν Corinn. 21
; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν in rivalry with.., E.Cyc. 328 ; in good sense,ἔρις ἀγαθῶν A.Eu. 975
(lyr.), cf. Hes.Op.24.------------------------------------ἔρις (B),A = ἶρις, [dialect] Att., acc. to Hsch. s.v. ἔριδας. -
3 ἔρις
ἔρῐς (ἔρις, ἔριδα, ἔριν.)1 struggleπρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (i. e. ἡ πρὸς τοὺς κρείττονας ἔρις. Σ.) N. 10.72 met., οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων he would vie in praising met. from wrestling N. 4.93 frag., ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63. -
4 ἔρις
ἔρις, - ιδοςGrammatical information: f.Meaning: `strife, quarrel, contention' (Il.; on the meaning in Hom. Trümpy Fachausdrücke 139ff.; on Ἔρις and Δίκη in Hes. Kühn Würzb. Jb. 1947: 2, 259ff.).Other forms: acc. also - ινCompounds: As 2. member in δύσ-ερις (Att.), also with compositional lengthening δύσ-ηρις (Pi.) `creating unhappy struggle'.Derivatives: Denomin. verbs. ἐρίζω `fight, wrangle, quarrel' (Il.; from *ἐρί-ω enlarged? Schwyzer 735 n. 4; s. also below) with ἔρισμα `struggle' =- `object of the struggle' (Δ 38; cf. Porzig Satzinhalte 187), ἐρισμός `id.' (Timo), ἐριστικός `quarrelsome' (Pl., Arist.), ἐριστής `quarreler' (LXX Ps. 138 [139], 20; v. l.). ἐριδαίνω `id.' (Il.; only present beside unclear ἐρῑδήσασθαι Ψ 792; cf. Schwyzer 733 w. n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 416). ἐριδμαίνω `provoke, irritate' (Π 260), = ἐριδαίνω (hell.); after the verbs in - μ-αίνω like πημ-αίνω; Schwyzer 724.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of the PN Άμφ-, Άν-ήρι-τος (Bechtel Namenstud. 7; also - ιστος) ἔρις must be an orig. ι-stem; therefore not to ἐρείδω `prop, support' (Schwyzer 464 w. n. 4). Not to ὀρίνω, ἐρέθω, Έρινύς (s. vv.), for which there is no indication. Hardly to Skt. ári-, arí- m. `enemy (?) etc.'Page in Frisk: 1,559-560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔρις
-
5 ἔρις
ἔρις, acc. ἔριδα and ἔριν: strife, contention, rivalry, Il. 1.8, Il. 7.210 ; ἔριδα προφέρουσαι, ‘putting forth rivalry,’ ‘vying with one another’ in speed, Od. 6.92 ; ἔριδά τινι προφέρεσθαι ἀέθλων, ‘challenge one to a contest for prizes,’ Od. 8.210 ; ἐξ ἔριδος, ‘in rivalry,’ Il. 8.111, Od. 4.343.—Personified, Ἔρις, Discord, Il. 11.73 . Ἔρῖς, Il. 4.440.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔρις
-
6 Έρις
-
7 Ἔρις
-
8 έρις
-
9 ἔρις
-
10 ἔρις
ἔρις, ιδος, ἡ, der Streit, Zank, die Uneinigkeit; vom eigentlichen Kampfe; μήπως ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν ἀλλήλους τρώσητε, Streit anfangend; ἔριδι ξυνιέναι, in Streit kommen, kämpfen; ἔριδι ξυνελαύνειν ϑεούς, sie im Kampf zusammenhetzen; ἔριδα ῥήγνυντο, sie teilten den Kampf, so daß auf mehreren Stellen zugleich gefochten ward; εἰς ἔριν ἐλϑεῖν, in Streit geraten; οὐ κατ' ἔριν, nicht im Streit; ἔριδος ἕνεκα, aus Streitsucht; ἔριδι, οὐ διαλέκτῳ πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι, Wortstreit, Wortgezänk, im Ggstz des eigentlichen Disputierens; ἔριν λόγων διδόναι ἀλλήλοις, Wechselgespräch unter einander anknüpfen; ἔριδες, Streitigkeiten, Zänkereien; δι' ἐρίδων εἶναί τινι, mit einem im Streit liegen. Wettkampf, Wettstreit, Wetteifer, ἔρις ἔργοιο, ἀέϑλων, Wetteifer in der Arbeit, um die Kampfpreise; ἔριδα προφέρειν, π ροφέρεσϑαι, wetteifern; man unterscheidet den Wettstreit im Guten u. den bösen Streit; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπεῖν, mit dem Donner des Zeus um die Wette krachen; κατ' ἔριν τῶν Αϑηναίων, aus Wettstreit, Rivalität mit den Athenern; τοῖς ἀρίστοις οἱ ἀγῶνες οὗτοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἔριδας καὶ φιλονεικίας ἐνέβαλλον, erregten Wetteifer unter ihnen; εἰς ἔριν μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ὁρμᾶσϑαι, um die Wette mit den Gebildeten in den Kampf eilen -
11 ερις
- ιδος ἥ (acc. ιν и ιδα)1) схватка, борьба, бойἔ. πτολέμοιο Hom. и ἔ. μάχης Xen. — вооруженная схватка;
ἔριδι или ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, тж. ἔριδα ξυνάγειν Ἄρηος Hom. — вступить в бой, начать сражение2) ссора, спор, раздор, вражда(ἔριν συμβάλλειν τινί Eur.)
κατ΄ ἔριν Plat. — в порядке спора, через раздоры;ἐν πολλῇ πρὸς ἀλλήλους ἔριδι εἶναι Thuc. — сильно враждовать между собой3) соперничество, состязаниеἔ. ἔργοιο Hom. — соревнование в труде;
ἔ. χερσί Hom. — состязание в силе рук;κατ΄ ἔριν τέν Ἀθηναίων Her. — из-за соперничества с афинянами;τινὰς εἰς ἔριν συμβάλλειν Xen. — возбудить соревнование между кем-л. -
12 Ερις
-
13 ἐρίς
-
14 ἔρις
ἔρις, ιδος, ἡ (s. next entry; Hom. et al.; Aelian, VH 2, 21; PEdg 48 [=Sb 6754], 16; PGrenf I, 1, 21; LXX; EpArist 250; Philo; Jos., Ant. 14, 470; SibOr 3, 640) acc. ἔριν (Od. 3, 136 al.; TestSol 4, 1 D; JosAs 1:10) Phil 1:15; Tit 3:9 v.l. Pl. ἔριδες 1 Cor 1:11 or ἔρεις (GrBar 8:5 [acc.]; 13:4 [nom.]) 1 Cl 35:5; 46:5 (Ps 138:20 Swete). W-S. §9, 8; B-D-F §47, 3; Mlt-H. 131. Engagement in rivalry, esp. w. ref. to positions taken in a matter, strife, discord, contention Tit 3:9; IEph 8:1. In a list of vices Ro 1:29; (w. ζῆλος) 13:13; 1 Cor 3:3; cp. 2 Cor 12:20; Gal 5:20; 1 Cl 5:5; 6:4; 9:1; (w. φθόνος as Appian, Bell. Civ. 2, 2 §6) Phil 1:15; 1 Ti 6:4; (w. στάσις as Appian, Bell. Civ. 3, 86 §357) 1 Cl 3:2; 14:2; 54:2. ἔ. ἐστὶν ἐπί τινος there is strife about someth. 44:1. Pl. quarrels (Maximus Tyr. 22, 3f; Philo) Ro 13:13 v.l. (w. ζήλοις); 1 Cor 1:11; Tit 3:9; 1 Cl 35:5; 46:5.—B. 1360. DELG. M-M. TW. Spicq. Sv. -
15 ἔρις
ἡ ἔρις, ιδος ['спор'] раздор; соревнование (ср. Эрида - персонификация состязательности) -
16 ἔρις
{сущ., 9}спор, распря, ссора, раздор, любопрение.Синонимы: 2052 ( ἐριθεία).Ссылки: Рим. 1:29; 13:13; 1Кор. 1:11; 3:3; 2Кор. 12:20; Гал. 5:20; Флп. 1:15; 1Тим. 6:4; Тит. 3:9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔρις
-
17 έρις
{сущ., 9}спор, распря, ссора, раздор, любопрение.Синонимы: 2052 ( ἐριθεία).Ссылки: Рим. 1:29; 13:13; 1Кор. 1:11; 3:3; 2Кор. 12:20; Гал. 5:20; Флп. 1:15; 1Тим. 6:4; Тит. 3:9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έρις
-
18 έρις
(-ιδος) η1) раздор, распря; ссора, перебранка; спор, препирательство; брань, ругань; 2) вражда, антагонизм;§ τό μήλο της έριδος — яблоко раздора
-
19 ἔρις
спор, распря, ссора, раздор, любопрение; син. ἐριθεία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔρις
-
20 ἔρις
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔρις
См. также в других словарях:
Ἔρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρις — strife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… … Dictionary of Greek
ЭРИС, ЭРИДА — • Έρις, богиня ссоры, раздора и битвы "сначала маленькая, но скоро подымает голову до неба и воюет на земле". Il. 4, 440. Она сестра и спутница Арея в битве, с ненасытной жаждой крови она остается в пылу битвы еще и… … Реальный словарь классических древностей
Эрис — • Έρις, богиня ссоры, раздора и битвы «сначала маленькая, но скоро подымает голову до неба и воюет на земле». Il. 4, 440. Она сестра и спутница Арея в битве, с ненасытной жаждой крови она остается в пылу битвы еще и тогда, когда все… … Реальный словарь классических древностей
Ἐρίδεσσι — Ἔρις fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίδεσσι — ἔρις strife fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίδεσσιν — Ἔρις fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίδεσσιν — ἔρις strife fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίδοιν — Ἔρις fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίδοιν — ἔρις strife fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)