Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταπεινά

См. также в других словарях:

  • ταπεινά — ταπεινός low neut nom/voc/acc pl ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc/acc dual ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπείν' — ταπεινά , ταπεινός low neut nom/voc/acc pl ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc/acc dual ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc sg (doric aeolic) ταπεινέ , ταπεινός low masc voc sg ταπειναί , ταπεινός low fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινάς — ταπεινά̱ς , ταπεινός low fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • ГЛАВОПРЕКЛОННАЯ МОЛИТВА — [греч. εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας], молитва, во время чтения к рой священником народ совершает главопреклонение. В богослужении древней Церкви склонение головы как знак принятия заключительного благословения предстоятеля перед отпустом было очень… …   Православная энциклопедия

  • άντη — ἄντη, η (Α) προσευχή, ικεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άντομαι «προσέρχομαι ταπεινά, ικετεύω»] …   Dictionary of Greek

  • άντομαι — ἄντομαι (Α) [άντα] 1. συναντώ κάποιον με φιλική ή εχθρική διάθεση 2. έρχομαι σε κάποιον ταπεινά, με παρακλήσεις, ικετεύω …   Dictionary of Greek

  • βεργολυγίζω — και βεργολυγώ ( άω) 1. λυγίζω σαν βέργα 2. υποκλίνομαι ταπεινά 3. ακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα …   Dictionary of Greek

  • εντραπεζίτης — ἐντραπεζίτης, ο, ἐντραπεζῑτις, η (Μ) παράσιτος* 1. άνθρωπος που με ταπεινά μέσα εξασφαλίζει τη συντήρησή του από άλλον 2. ομοτράπεζος, που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»