Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δόμος

См. также в других словарях:

  • δόμος — domus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

  • δομός — το το τμήμα τού αγρού που ορίζεται κάθε φορά για καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • δόμω — δόμος domus masc nom/voc/acc dual δόμος domus masc gen sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμε — δόμος domus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοι — δόμος domus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοιο — δόμος domus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοις — δόμος domus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοισι — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοισιν — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»