Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Καλλίμαχος

См. также в других словарях:

  • Καλλίμαχος — fighting nobly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμαχος — fighting nobly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος, Δημήτριος — (Άδυτος Μικράς Ασίας 1876 – Νέα Υόρκη 1963). Κληρικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χειροτονήθηκε ιερέας και με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε ως γραμματέας στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (1906 14). Ενδιάμεσα εκπόνησε… …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχον — καλλίμαχος fighting nobly masc/fem acc sg καλλίμαχος fighting nobly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Каллимах поэт — (Καλλίμαχος) из рода Баттиадов, уроженец Кирены (около 310 235 г. до Р. Х.), преемник Зенодота по управлению Александрийской библиотекой и ближайший предшественник Эратосфена, знаменитый поэт, критик и полигистор александрийского периода.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Каллимах, поэт — (Καλλίμαχος) из рода Баттиадов, уроженец Кирены (около 310 235 г. до Р. Хр.), преемник Зенодота по управлению Александрийской библиотекой и ближайший предшественник Эратосфена, знаменитый поэт, критик и полигистор александрийского периода.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Καλλιμάχου — Καλλίμαχος fighting nobly masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιμάχου — καλλίμαχος fighting nobly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιμάχους — Καλλίμαχος fighting nobly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»