-
1 ακαταληψία
ἀκαταληψίᾱ, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem nom /voc /acc dualἀκαταληψίᾱ, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκαταληψίᾱͅ, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακαταληψια
ἡ непостижимость, непознаваемость Plut., Sext. -
3 ἀκαταληψία
Βλ. λ. ακαταληψία -
4 ἀκαταληψίᾳ
Βλ. λ. ακαταληψία -
5 ακαταληψία
η непонятность, непостижимость -
6 ἀκαταληψία
ἀ-κατα-ληψία, Unbegreiflichkeit, bei den Skeptikern -
7 ακαταληψίας
ἀκαταληψίᾱς, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem acc plἀκαταληψίᾱς, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀκαταληψίας
ἀκαταληψίᾱς, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem acc plἀκαταληψίᾱς, ἀκαταληψίαthat cannot be reached: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ακαταληψίαι
-
10 ἀκαταληψίαι
-
11 ακαταληψίαν
-
12 ἀκαταληψίαν
-
13 ἐπ-οχή
ἐπ-οχή, ἡ (vgl. ἐπέχω), das Anhalten, Zurückhalten, die Hemmung, τῶν ἐμμήνων Medic.; ἡ κατὰ τὸν πόλεμον, das Unterbrechen, Pol. 38, 2, 3; μετ' ἐποχῆς, im Lauf anhaltend, 10, 21, 4; Plut. u. a. Sp. – Bes. bei den Skeptikern, das Zurückhalten des Beistituntens od. der definitiven Bejahung u. Verneinung, Sezt. Emp. erkl. στάσις διανοίας, δι' ἣν οὔτε αἴρομέν τι οὔτε τίϑεμεν; Plut. oft mit ἀκαταληψία vrbdn, adv. Col. 26; ἄνευ προφάσεως καὶ ἐποχῆς καὶ ὑπερϑέσεως Schol. Ap. Rh. 2, 268. – In der Zeitrechnung ein Haltpunkt od. Abschnitt, den irgend ein bedeutsames Ereigniß macht, ἐποχαί, ἐν αἷς ἑκάστου ῥύμη συντελεῖται Nicom. Harmon. 6. – In der Astronomie ein Ort, den die Himmelskörper zufolge der mittlern Bewegung einnehmen, vgl. Ideler Chronol. I S. 115. Auch die Constellation der Sterne, Ptolem.; vgl. Plut. Rom. 12.
-
14 ακαταληψίαις
-
15 ἀκαταληψίαις
-
16 ἀκατάληπτος
ἀκατά-ληπτος, ον,A that cannot be reached or touched, Arist.Pr. 921b23;τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11
. Adv. - τως Sch.Il.17.75.2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168.3 not comprehending or attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen.,ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12
. Adv.-τως, ἔχειν περί τινος Ph.1.78
; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence [full] ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάληπτος
См. также в других словарях:
ἀκαταληψία — ἀκαταληψίᾱ , ἀκαταληψία that cannot be reached fem nom/voc/acc dual ἀκαταληψίᾱ , ἀκαταληψία that cannot be reached fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταληψίᾳ — ἀκαταληψίᾱͅ , ἀκαταληψία that cannot be reached fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… … Dictionary of Greek
ακαταληψία — η το να είναι κάτι ακατάληπτο: Ακαταληψία χαρακτήριζε καθετί που έλεγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταληψίας — ἀκαταληψίᾱς , ἀκαταληψία that cannot be reached fem acc pl ἀκαταληψίᾱς , ἀκαταληψία that cannot be reached fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταληψίαι — ἀκαταληψίᾱͅ , ἀκαταληψία that cannot be reached fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταληψίαν — ἀκαταληψίᾱν , ἀκαταληψία that cannot be reached fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταληψίαις — ἀκαταληψία that cannot be reached fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek