Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ωμα

См. также в других словарях:

  • -ωμα — ΝΜΑ κατάληξη ουδέτερων ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / ῶ, όω (πρβλ. μίσθ ωμα, στίλβ ωμα). Η κατάληξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων ακόμη και αν δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε ῶ / όω (πρβλ. ἀρσέν… …   Dictionary of Greek

  • ὠμά — ὠμός raw neut nom/voc/acc pl ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc/acc dual ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμά — Ν επίρρ. βλ. ωμός …   Dictionary of Greek

  • ὦμα — ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc/acc dual ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄμα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc sg ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλ(λ)ωμα — το, Ν [σελ(λ)ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σελ(λ)ώνω …   Dictionary of Greek

  • ὤμ' — ὠμά , ὠμός raw neut nom/voc/acc pl ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc/acc dual ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc sg (doric aeolic) ὠμέ , ὠμός raw masc voc sg ὠμαί , ὠμός raw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤμαν — ᾤμᾱν , οἰμάω swoop imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾤμᾱν , οἰμάω swoop imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάν — ὠμά̱ν , ὠμός raw fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάς — ὠμά̱ς , ὠμός raw fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»