Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλάβην

См. также в других словарях:

  • βλάβην — βλάβη harm fem acc sg (attic epic ionic) βλάβος neut acc sg βλάπτω disable aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) βλάπτω disable aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вредъ — ВРЕД|Ъ (179), А с. 1.Болезнь; нарыв, гнойник: ст҃ославъ... дрьжащю ст҃ааго роукоу [мощи] прилагааше къ вредоу. имь же бол˫аше на шии. и къ очима и къ темени. СкБГ XII, 20г; пьси же мимо ходѩще... отирахоу гнои. ѡ(т) оудовъ ѥго. облизающе врѣдъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вередъ — ВЕРЕД|Ъ (8*), А с. 1.Вред, зло: Спѣши же никомоу же реда сътворити: въ своѥ||мь дѣлѣ. (βλάβην) Изб 1076, 63 63 об.; м҃дро стрѡ˫ать медвеныѣ сты. никѡѥму же плоду вереда не творѩть. МПр XIV, 33 об.; безъ вереда невредимо …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • URSUS — I. URSUS Consul an. Urb. cond. 1000. II. URSUS Pileatus, Sex. Ruf. locus Romae, apud Portam Esquelinam. Ubis aedes S. Bibianoe virgin. Hinc S. Bibtana dicitur. III. URSUS quasi orsus Isidoro, ut vidums; Barthio potius a viurgente et pettinaci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • παυλιανός — (I) ή, ό [Παύλος] φρ. «παυλιανή αγωγή» (νομ.) αγωγή τού ρωμαϊκού δικαίου που εγείρεται εναντίον οφειλέτη ο οποίος απαλλοτριώνει την περιουσία του προς βλάβην τών δανειστών του, καθώς και εναντίον εκείνου υπέρ τού οποίου έγινε η απαλλοτρίωση,… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»