Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλῆμα

См. также в других словарях:

  • πλῆμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμα — και πλείμμα, ατος, τὸ, Α βλ. πλήσμα …   Dictionary of Greek

  • πλήμας — πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem acc pl πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσμα — και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῑμμα, τὸ, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα 2. (για ζώα) γκάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ τού πίμ πλη μι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη (πρβλ. πλή μη / πλή σμη)] …   Dictionary of Greek

  • pel-1, pelǝ-, plē- —     pel 1, pelǝ , plē     English meaning: full, to fill; to pour; town (?)     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • πλημαθήναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλησθῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη τού πίμ πλη μι* πιθ. κατ επίδραση των πλήμη, πλῆμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»