-
1 ώτης
-
2 ὤτης
-
3 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
4 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
5 ἠπειρώτης
A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.);ἵπποι Philostr.Im.1.30
.II Subst. -ώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12;πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86
.2 Ἠπειρώτης, ου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr. 494.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠπειρώτης
-
6 στίλβω
Grammatical information: v.Meaning: `to shine, to gleam, to shimmer'(Il.)Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).Compounds: Also w. ἀπο- a.o.Derivatives: 1. στίλβ-η f. `lamp' (com.), Άττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. - ηδών, - όνος f. `brilliance, shimmer' (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. `the sparkling' (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) `shimmering' (late). 5. - αῖος = coloratus (gloss.). 6. - ηδόν adv. `gleaming, sparkling' (Suid.). 7. - ων, - οντος a. - ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός `gleaming' (Gal.) with - ότης f. (v. l. for στιλπνότης Plu.), - όω `to make shine' (LXX, Dsc.), from which - ωσις, - ωμα, - ωθρον, - ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός `shining, sparkling' (Ξ 351, Arist. a.o.) with - ότης (Gal., Plu. a.o.), - όω `to polish' (Arr., Gal.) with - ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. As a sequence - ilb\/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for `eye, aspect', Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь `gleam'). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,798-799Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στίλβω
-
7 Φθιώτης
Φθῑώτης, Φθιώτηςto Phthia: masc nom sg -
8 αἰγιαλώτης
αἰγιαλ-ώτης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγιαλώτης
-
9 βεβαιωτής
A one who gives assurance of a thing, authority,ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3
(pl.);ἱστορίας D.H.1.28
, cf. 3.67, al.; confirmatory,λόγοι Phld.Sign.29
.2 legal surety,τοῦ μόνιμον τὴν ὁμόνοιαν γενέσθαι Plb.2.40.2
;β. τῆς πίστεως παρέχεσθαι Plu. Flam.4
; warrantor in sales, SIG 2832 ([place name] Amphipolis), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεβαιωτής
-
10 βοθυνωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοθυνωτής
-
11 βοώτης
II the constellation Boötes, Arat.92; but prob. = the star Ἀρκτοῦρος in Od.5.272. -
12 γανωτής
A tinsmith, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γανωτής
-
13 γεφυρωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεφυρωτής
-
14 γυψωτής
A plasterer, EM811.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυψωτής
-
15 δεσμώτης
A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. [suff] δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289.II as Adj., in chains, fettered, A.Pr. 119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem.δεσμῶτις ποίμνη S.Aj. 234
(lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμώτης
-
16 δικαιωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιωτής
-
17 διορθωτής
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτής
-
18 ζηλωτής
A emulator, zealous admirer or follower,μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατ ρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11
;ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt. 343a
;τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166
; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171;τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27
(Oropus, ii B.C.);μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.
;πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12
;τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99
([place name] Acraephiae): c. gen. pers.,τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.
;τῶ πράτω θεῶ Sthenid.
ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perh. champion, Epicur.Nat.70G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλωτής
-
19 ζημιωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζημιωτής
-
20 θεμελιωτής
A founder, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμελιωτής
См. также в других словарях:
ὤτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπολιτσ(ι)ώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη) ή κατοικεί σ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… … Dictionary of Greek
μανδυώτης — μανδυώτης, ὁ (Μ) (για μοναχό) αυτός που φορά μανδύα, μανδυοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης, στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
Ηρακλειώτης — ο, θηλ. Ηρακλειώτις και ισσα (AM Ἡρακλειώτης, Α και Ἡρακλεώτης, θηλ. Ήρακλεῶτις) ο κάτοικος τής Ηράκλειας νεοελλ. ο κάτοικος τού Ηρακλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια ή Ηράκλειο + κατάλ. ωττ (πρβλ. Χανι ώτης, Χι ώτης)] … Dictionary of Greek
Πελασγιώτης — ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, ώτιδος, Α 1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο 2. ο… … Dictionary of Greek
Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek