Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑῶμεν

См. также в других словарях:

  • θῶμεν — θάζω seated fut ind act 1st pl θέω dhávate pres subj act 1st pl (attic epic doric) τίθημι p aor subj act 1st pl τίθημι p aor subj act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθῶμεν — κρῐθῶμεν , κρίνω separate aor subj pass 1st pl (attic epic doric) κρῑθῶμεν , κριθάω to be barley fed pres subj act 1st pl (attic epic ionic) κρῑθῶμεν , κριθάω to be barley fed pres ind act 1st pl κρῑθῶμεν , κριθάω to be barley fed pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακριθῶμεν — συγκατακρῑθῶμεν , σύν , κατά κριθάω to be barley fed pres subj act 1st pl (attic epic ionic) συγκατακρῑθῶμεν , σύν , κατά κριθάω to be barley fed pres ind act 1st pl συγκατακρῑθῶμεν , σύν , κατά κριθάω to be barley fed pres subj act 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπειραθῶμεν — ἀποπειρᾱθῶμεν , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 1st pl (attic epic doric) ἀποπειρᾱθῶμεν , ἀποπειράομαι make trial aor subj mp 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀποπειρᾱθῶμεν , ἀποπειράομαι make trial aor subj pass 1st pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραθῶμεν — πειρᾱθῶμεν , πειράω attempt aor subj pass 1st pl (attic epic doric) πειρᾱθῶμεν , πειράω attempt aor subj pass 1st pl (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστιαθῶμεν — συνεστιᾱθῶμεν , συνεστιάω help to entertain aor subj pass 1st pl (attic epic doric) συνεστιᾱθῶμεν , συνεστιάω help to entertain aor subj pass 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωραθῶμεν — φωρᾱθῶμεν , φωράω search after a thief aor subj pass 1st pl (attic epic doric) φωρᾱθῶμεν , φωράω search after a thief aor subj pass 1st pl (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • низоуположити — НИЗОУПОЛОЖ|ИТИ (3*), ОУ, ИТЬ гл. 1. Уронить, принизить. Перен.: не буди ѹбо достоиньства нашего низуположити о чада. (καταβολωμεν) ФСт XIV, 189в; аще бо ѿ троего ѥдиного низуположимъ. вьсе разорити мнимъ. трое ѹбо собьствомь. едино же бж(с)твомь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ԴՆԵՄ — (եդի, եդիր, եդ, դի՛ր, դի՛ք.) NBH 1 0637 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. τίθημι pono Զետեղել զիմն ուրեք, կամ ի վերայ այլոյ իրի. կացուցանել ի տեղւոջ. կարգել. հաստատել. ... *Եդ զնոսա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»