-
1 στέρνα
στέρνονbreast: neut nom /voc /acc pl -
2 στέρν'
στέρνα, στέρνονbreast: neut nom /voc /acc pl -
3 στέρνον
στέρνον, τό,A breast, chest, in Hom. both in sg. and pl., always of males ( στῆθος being used of both sexes),βάλε δουρὶ σ. ὑπὲρ μαζοῖο Il.4.528
, cf. 2.479, etc.;κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσαι Od.5.346
, cf. Pi. N.10.68, X.An.1.8.26: pl.,εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Il.3.194
;ἐν δέ τέ οἱ κραδίη.. στέρνοισι πατάσσει 13.282
;σ. λαχνάεντα Pi.P.1.19
; so in X., Cyr.1.2.13; παίσας εἰς τὰ ς... παῖδα ib.4.6.4; of horses, Il.23.365 (sg. in 508); of sheep, Od.9.443; in Trag. also of women, in sg., E.Hec. 563; pl., μαστούς τ' ἔδειξε στέρνα θ' ib. 560; στέρνων πλαγαί beating of the breast, S.El.90 (anap.);ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι Id.Aj. 633
(lyr.);στέρν' ἄρασσε A.Pers. 1054
.2 Poet., esp. Trag., also, the breast as the seat of the affections, heart,ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν σ. οὐ μαλάσσεται S.Fr. 195
;τὸ σὸν μὴ σ. ἀλγύνοιμι Id.Tr. 482
: mostly in pl.,ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα A.Ch. 746
, cf. S.Ph. 792; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν one ought to feel thus, Id.Ant. 639;στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Simon.
(?)85;Ἄρη ἐν στέρνοις ἔχειν E.Ph. 134
;ἐξ εὐμενῶν σ. δέχεσθαί τινα S.OC 487
; .II metaph.,στέρνα χθονός Suid.
, cf. Sch. S.OC 691.2 ὑπὸ στέρνοισι καμίνου in the heart of the fire, Nic. Th. 924.—Rare in early Prose (v. supr.); found also in Medic., in signf. 1.1, Hp.Flat.10 (pl.), Sor.1.103, al., Gal.16.608, 18(2).65, al. (all sg.);τὰ σ. μαχαίρᾳ ἀνσχίσσαντα IG42(1).121.99
(Epid., iv B.C.); never in Arist. (f.l. for στενῶν in Pr. 905b40).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέρνον
-
4 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
5 Κύμα
1 Cumae in Italy. ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (sc. Τυφῶνος) P. 1.18 ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (a reference to the battle, in which Hiero defeated the Carthaginian and Etruscan fleet at sea 474/3 B. C.) P. 1.72 -
6 λαχνάεις
1 shaggy Σικελία τ' αὐτοῦ (= Τυφῶνος)πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
-
7 πιέζω
a press uponΣικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
b met.,I suppress (feelings)ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
II affect, be a burden toτὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.53
-
8 Σικελία
Σῐκελία the island.1ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ O. 1.12
Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) P. 1.19κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. -
9 στέρνον
στέρνον (-ῳ; -ων, -α.)a chest, breastΣικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν (join δἰ ἀμφοῖν στέρνων) P. 3.57ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος N. 10.68
b met., breast, rise of landἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
-
10 Τυφώς
Τῡφώς (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a monster, buried by Zeus beneath Etna.1Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου O. 4.7
, cf. fr. 92.ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται θεῶν πολέμιος, Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν ταί θ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.16
Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος P. 8.16
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. test., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91. -
11 γυῖον
γυῖον, τό,A limb, Hom., always pl., in phrases such asγυῖα λέλυντο Il.13.85
;ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 14.506
; , etc., cf. A.Pers. 913 (lyr.), Id.Eleg.3; the feet,Il.
13.512; womb,h.Merc.
20; hands,Theoc.
22.81; γυῖον, sg., the hand, ib. 121 (so prob. as device on signet, Tab.Heracl.1.183); but the whole body,Pi.
N.7.73, Hp.Epid.6.4.26.—Not in [dialect] Att. Prose: later, opp. στέρνα καὶ κεφαλή, Plu.Arist.14. -
12 διΐημι
Aδιαήσει Hsch.
), drive, thrust or pass through, διὰ δ' ἧκε σιδήρου (sc. τὸν ὀϊστόν) Od.21.328;δ. ξίφος λαιμῶν E.Ph. 1092
;δίες στυπτηρίαν ὄξους PHolm.12.45
: c. dupl. acc.,στέρνα δ. λόγχην E.Ph. 1398
.2 let people go through a country, give them a passage through, εἰ μήτε οἱ ποταμοὶ διήσουσιν .. X.An.3.2.23, etc.;διέντες αὐτοὺς ἐφ' ὑμᾶς D.18.213
, cf. ib.146: c. gen., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος didst let them pass through thy mouth, gauest utterance to them, S.OC 963, cf.διαφέρω 1.1
:—[voice] Pass., pass through, Arist.Mir. 835b20: [dialect] Ep. [tense] pf. part.διαειμένος A.R.2.372
.2 soak, Hp.Acut.21;ἐλᾳδίῳ διείς Sotad.Com. 1.27
, cf. Arist.HA 583a24:—[voice] Med., διέμενος ὄξει having diluted it with vinegar, Ar.Pl. 720:—[voice] Pass., Alex.188.3. -
13 εἰσέχω
εἰσέχω, used intr. by Hdt.,A stretch into, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης a bay running in from the north sea towards Ethiopia, Hdt.2.11 ; ; ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα the chamber opened into the men's apartment, Id.3.78 ; ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος the sun shining into the house, Id.8.137 : abs., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (sc. ἐς τὴν γῆν) Id.2.138.II in pictures, τὸ ἐσέχον is the retiring part, the shade, opp. ἐξέχον (the high lights), Philostr. VA 2.20.b στέρνα ἐσέχοντα hollow chests, Id.Gym.35. -
14 καταρρήγνυμι
A : late [tense] pf.κατέρρηχα Arch.Pap.2.125b10
(ii A. D.):— break down,τὴν γέφυραν Hdt.4.201
;μέλαθρα E.
l.c.2 tear in pieces, rend,κατερρήγνυε.. τὰ ἱμάτια D. 21.63
;τὸ διάδημα D.S.19.34
;τὴν ἐσθῆτα Luc.Pisc.36
:—[voice] Med., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.8.99, cf. X.Cyr.3.1.13, etc.3 metaph., τροπὰς καταρρήγνυσι[ ἡ ἀναρχία] breaks up armies and turns them to flight, S.Ant. 675.II [voice] Pass., esp. in [tense] aor. κατερράγην[pron. full] [ᾰ], with [tense] pf. [voice] Act. κατέρρωγα:— to be broken down,κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Hdt.7.23
; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν to be thrown down and broken, Id.3.111;τὸ οἴκημα κατερράγη Th.4.115
;ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Str.5.2.6
.2 fall, rush down, of storms, waterfalls, etc., Hp.Aër.8; break or burst out,Χειμὼν κατερράγη Hdt. 1.87
;ὄμβροι καταρραγέντες Arist.Mu. 400a26
; of tears,ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι E.Alc. 1068
: c. gen.,τοῦ ῥεύματος -ρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Philostr.VA6.23
(also intr. in [voice] Act., of a river,- ρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν 3.52
); of wind, Plu.Fab.16: metaph.,ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.Eq. 644
, cf. Ach. 528;γέλως Ph.2.528
;κρότος Plb.18.46.9
(but );βροντή Luc.VH2.35
.3 to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη with comminuted, crumbling soil, Hdt.2.12;γῆ κατερρωγυῖα Arist.HA 556a5
; to be ruinous,ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους IG22.463.75
.4 Medic., have a violent discharge, suffer from diarrhoea,καταρρήγνυται ἡ κοιλίη Hp.VM10
, cf.καταρράσσω 11
; of persons,κατερρήγνυντο τὰς γαστέρας App.Hisp.54
;ἢν μὴ φῦσαι -ρραγέωσιν Hp.Aph.4.73
.b of menstruation, τοῖς θήλεσιν.. τὰ καταμήνια κ. Arist.HA 581b1.5 of tumours, break, burst, Hp.Coac. 613, Epid. 6.8.18, al.6 of parts of the body, fall in, collapse, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα κ. Id.Nat.Puer.30, cf. Mul.1.1; κατερρωγότα τὰ στέρνα [ ἔχων] flat-chested, Jul.Or.6.198a; of the lips or tongue, to be fissured, Antyll. ap. Orib.10.27.13, Aët.5.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρήγνυμι
-
15 λαχνήεις
A woolly, hairy, shaggy,Φῆρες Il.2.743
;στήθεα 18.415
;στέρνα Pi.P.1.19
;συὸς δέρμα Il.9.548
; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχνήεις
-
16 παίω
Aπαῖ X.Cyn.6.18
codd.: [tense] fut. , X.An.3.2.19, , Lys. 459: [tense] aor.ἔπαισα Supp.Epigr.2.509.4
, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: [tense] pf. , ( ὑπερ-) Ar.Ec. 1118, D.50.34:—[voice] Med., [tense] impf.ἐπαιόμην Plu.Pomp.24
: [tense] aor.ἐπαισάμην X. Cyr.7.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. , Ch. 184, Luc.Salt.10: [tense] pf. πέπαισμαι ([etym.] ἐμ-) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (παίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 171
); and ἐπάταξα (from πατάσσω ) was generally used as [tense] aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in [dialect] Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon,σκυτάλοισί τινας Hdt.3.137
, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted,παισθεὶς ἔπαισας Id.Th. 957
; παῖε πᾶς strike home!, E.Rh. 685; παισάτω πᾶς ( παῖς codd.),παῖ δή, παῖ δή X.Cyn.
l.c.;π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
;π. τινὰ μάστιγι S.Aj. 242
(lyr.), etc.;π. ὑφ' ἧπαρ αὑτήν Id.Ant. 1315
;παίσας πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ E.Or. 1063
;π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.Nu. 549
;εἰς τὰ στέρνα X.Cyr. 4.6.4
;τινὰ ἐς πλευρὰν ξίφει E.Rh. 794
;κατὰ τὸ στέρνον X.An.1.8.26
; , cf. OT 1270;τὸν νῶτόν τινος Alciphr.3.43
: c. dupl. acc.,π. ῥοπάλῳ τινὰ τὸ νῶτον Ar.Av. 497
: c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν) ; S.Ant. 1309 (lyr.); π. ἅλμην, of rowers, A.Pers. 397, E.IT 1391:—[voice] Med., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—[voice] Pass.,παιομένους Th.4.47
, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; πὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6.b rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—[voice] Pass.,τὰ παιόμενα τοῖς κεραυνοῖς Plu.2.665d
; of atoms, παίονται καὶ παίουσι τὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e.2 c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against.., A.Pers. 409;π. λαιμῶν εἴσω ξίφος E.Or. 1472
(lyr.); [ναῦς] θάλασσα π. πρὸς χωρία δύσορμα Plu.Pyrrh.15
: metaph.,ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς.. μέγα βάρος ἔπαισεν S.Ant. 1274
(lyr.).II intr., strike, dash against or upon, (anap.);πρὸς τὰς πέτρας π. X.An.4.2.3
: c. acc.,ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα A.Ag. 1007
(lyr.); λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, of a charioteer, S.El. 745. (From Παϝιω, cf. Lat. pavio, pavimentum.) -
17 παλαιστικός
A expert in wrestling, Arist.Rh. 1361b24, Luc.DDeor.20.14, etc.; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of wrestling, Paus. 1.39.3, etc. Adv.- κῶς Poll.3.149
: [comp] Comp.- ώτερον Philostr.Gym. 35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστικός
-
18 παρισόω
A make equal,αἱ συλλαβαὶ αἱ κατὰ τὸ τέλος παρισοῦσαι τὰ κῶλα Hermog. Id.1.12
: c. acc. et dat.,π. τῷ τῆς ἀρχῆς μεγέθει τὸν λόγον Aristid. Or.26(14).108
; τὰ στέρνα τῇ κεφαλῇ π. Hld.10.30 : abs., use the figure παρίσωσις, Hermog.l.c.II [voice] Pass. ([tense] fut.παρισώσομαι Aristid. Or.26(14).2
), make oneself equal to, measure oneself against, τινι Hdt.4.166, 8.140.α' ; ἐπεί χ' Ἑλένᾳ παρισωθῇ Theoc.18.25
.2 to be made equal or like to, ; to be as large as, Paus.8.25.13 ; to be comparable with, Hermog. Id.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρισόω
-
19 περιβάλλω
A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei,φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211
;περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454
;περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479
;π. χέρας Ar.Th. 914
, E.Or. 1044: freq. c. dat.,χέρας π. τινί Id.Ph. 1459
, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ.. βάλοιμι ib. 165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba. 619;Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529
;κρατὶ π. σκότον E.HF 1159
; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch. 576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85;αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60
; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on.., Th.7.25:—[voice] Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; ; ; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109;φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT 1150
(lyr.);κόσμον σώμασιν Id.HF 334
;κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87
; freq. of defences,τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280
; alsoὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8
S.;π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96
;τείχεα Id.1.141
, cf. 6.46, Th.1.8 ;ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14
;Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol. 1276a27
; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in [tense] pf. [voice] Pass., have a thing put round one, Pl.Smp. 216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol. 1331a8.2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E. Ion 829 ;π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF 304
;ὕδασι δουλείαν Id.Ph. 189
(lyr.); ; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or. 1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to.., Pall.in Hp.12.283 C.:—[voice] Pass., c. acc., to be involved in, (Scaptopara, iii A. D.).II reversely c. dat. rei, surround, encompass with.., περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141;βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60
(tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers. 748;π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25
;δοραῖσι σῶμα Id.Cyc. 330
; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or. 372 :—[voice] Med., surround or enclose for one's advantage or defence,τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti. 116a
;χωρίον X.Cyr.6.3.30
; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or. 906, Antipho 3.2.12 ;ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142
, cf. Lys.4.20;ὀνείδει D.22.35
; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c;τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4
:— [voice] Pass., [ συμφοραῖς] Phld.Piet. 35b.III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph. 1453, HF 1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf.περίβολος 11.2
:—[voice] Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.2 fetch a compass round, double,ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462
; esp. of ships, round a cape,π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;Σούνιον Th.8.95
: abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.IV [voice] Med., bring into one's power, compass,ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
;πολλὰ [χρήματα] Id.8.8
, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; ;πλῆθος λείας Plb.1.29.7
, cf. 3.69.7 : [tense] pf. [voice] Pass., to have come into possession of..,πόλιν Hdt.6.24
;δυναστείας Isoc.4.184
, cf. 2.25.2 appropriate mentally, comprehend,περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118
; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα.. γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt. 285b.V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass,μνηστῆρας δώροισι Od.15.17
; π. ἀρετῇ to be superior in.., Il.23.276.VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβάλλω
-
20 περισκέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκέλλω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στέρνα — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στερνά — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στέρνα — η (λ. λατ.), χτιστή δεξαμενή νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρνα — στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Στέρνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 518 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χέρσου … Dictionary of Greek
στέρν' — στέρνα , στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
στερνήσιος — α, ο, Ν αυτός που προέρχεται από στέρνα («στερνήσιο νερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
στερνί — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek
στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… … Dictionary of Greek
τερνάκι — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek