-
1 σκέλη
σκέλοςleg: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σκέλοςleg: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 σκέλος
A leg from the hip downwards, only once in Hom., πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.16.314;κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σ. ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103
, cf. 7.61,88; , cf. Arist.HA 494a4; of dancers, τὸ σ. ῥίψαντες, αἴρειν, Ar. Pax 332, Ec. 265;σ. οὐράνιον ἐκλακτίζων Id.V. 1492
, cf. 1526; οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, of one thrown head foremost, S.El. 753; βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp. 190d; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν he with the legs, the strider, Ar. Pax 241 (but expld. by Sch. ἀπὸ τῶν διὰ δειλίαν ἀποτιλώντων, cf. Men. Per.18); dual, ,al., cf. Luc.Tim.26, Anach. 1; σκέλε (i.e. prob. σκέλει)δύο IG22.1388.24
, cf. 1502.5; but σκέλη (pl.) δύο in [dialect] Att. Inscrr. from 390 B.C., ib.1425.15, cf. 57, etc.; and soτὰ σ. Luc.Ind.9
: sg., leg of sacrificial victim, IG12.190.32, al.,42(1).40.10 (Epid., v B.C.).2 as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, retreat with the face towards the enemy, retire leisurely, E.Ph. 1400, Ar.Av. 383; cf.πούς 1.6b
.3 κατὰ σκέλος βαδίζειν, of the lion and the camel, with the hind foot following the fore on the same side (not crosswise), Arist.HA 498b7, cf. 629b14.4 παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ it meets one across, i.e. crosses one's path, thwarts one, Arr.Epict.2.12.2 (v.l. π. μέλος).II metaph., τὰ σ. the legs, i.e. the two long walls connecting Athens with Piraeus, Str.9.1.15, Plu.Cim.13; τὰ μακρὰ ς. D.S.13.107, Plu.Lys.14; of the long walls between Megara and Nisaea, τὰ Μεγαρικὰ ς. Ar.Lys. 1170; between Corinth and Lechaeum, Str.8.6.22.b side-wall of a temple, SIG 247 K1 iii 3, 11 (Delph., iv B.C.); of other structures, PPetr.3p.88 (iii B.C.), etc.3 tails of a surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.5; of the ends of the Persian head-dress, Plu.2.820d. -
3 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
4 περίσφυρος
περί-σφῠρος, ον,A = περισφύριος, πέζα AP6.211 (Leon.);τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41
, shd. prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss).II as Subst. [full] περίσφῠρον, τό, = περισφύριον, Gal.19.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίσφυρος
-
5 φορέω
Aφορέῃσι Od.5.328
, 9.10; [dialect] Ep. inf. φορῆναι (as if from Φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224;φορήμεναι Il.15.310
: [tense] impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, [ per.] 3sg.ἐφόρει Il.4.137
; [dialect] Ion.φορέεσκον 2.770
, 13.372: [tense] fut.φορήσω Scol.9
(cf. Ar.Lys. 632), X.Vect.4.32; later : [tense] aor.ἐφόρησα IG42(1).121.95
(Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, [dialect] Ep.φόρησα Il.19.11
, ([etym.] δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later , f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—[voice] Med., [tense] fut.φορήσομαι Hsch.
; in pass. sense, Plu.2.398d: [tense] aor. ἐφορησάμην ([etym.] ἐξ-) Is.6.39:—[voice] Pass., [dialect] Aeol. [tense] pres.φορήμεθα Alc.18.4
: [tense] aor. ἐφορήθην ([etym.] ἐν-) Plu.2.703b: [tense] pf. ; [tense] plpf. :—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action,ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770
, cf. 10.323;τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390
; of a slave,ὕδωρ ἐφόρει 10.358
, cf. Il.6.457;μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10
;θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224
; of the wind, bear to and fro, bear along,ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
, cf. 21.337, Od.5.328;σώματα.. κύμαθ' ἁλὸς.. φορέουσι 12.68
;τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171
; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC 1262;λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95
(Epid.. iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—[voice] Pass., v. infr.11.2 most commonly of clothes, armour, and the like , bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238
;μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137
;θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372
, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.;φ. ἐσθήματα S.El. 269
; ;ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq. 872
; , Pl.Tht. 197b; .3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245;φ. ὄνομα S.Fr. 658
; ;δόξαν Arch.Pap. 1.220
(ii B. C.);ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl. 1059
;γλῶτταν Pl.Com. 51
; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added,σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76
;ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12
, cf. 101;ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519
;γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr. 564
;ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel. 619
;λῆμα θούριον φ. Ar.Eq. 757
;ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11
;καλάμινα σκέλη φ. Pl.
Com.184;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208
;τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21
(troch.).4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).II [voice] Pass., to be borne along,ἐν ῥοθίοις A.Th. 362
(lyr.);φορούμενος πρὸς οὖδας S.El. 752
; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715;ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp. 689
;πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29
, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed,νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4
, cf. Ar. Pax 144;ποσσὶ φ. Theoc.1.83
, cf. Bion 1.23: metaph.,δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin. 976a
.III [voice] Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El. 309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192. -
6 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
-
7 κατάγνυμι
κατάγνυμι fut. κατεάξω Mt 12:20, 2 sg. κατάξεις Hab 3:12; 1 aor. κατέαξα, ptc. κατάξας, impv. κάταξον LXX; 2 aor. pass. κατεάγην (W-S. §12, 2; 15 under ἄγνυμι; B-D-F §66, 2; 101 under ἄγνυμι; Mlt-H. 189; 226 under ἄγνυμι), 3 sg. κατεάχθη Jer 31:25 (ἄγνυμι ‘break, shiver’; Hom.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 6, 402, Ant. 5, 225) break a reed Mt 12:20; limbs of the body (Menand., Epitr. 1062 S.=704 Kö.; Prov. Aesopi 10 P. λόγος καλὸς ὀστοῦν κατεάξει) τὰ σκέλη the legs J 19:31, 32, 33 (Eus., HE 5, 21, 3 κατεάγνυται τὰ σκέλη; Philostorg. 3, 27 Ἀέτιον ἀμφοῖν τοῖν σκέλοιν κατεαγῆναι.—Pauly-W. IV 1731. Cp. σκελοκοπέω and s. σκέλος). DELG s.v. ἄγνυμι. M-M. -
8 διάγω
+ V 0-7-4-4-7=22 2 Sm 12,31; 2 Kgs 16,3; 17,17; 21,6; 23,10to carry over [τινα] 3 Mc 1,3; to draw through, to make to pass through [τινα διά τινος] 2 Sm 12,31; to bring through (the fire) [τι διά τινος] Zech 13,9; to celebrate [τι] 2 Mc 12,38; to go through life, to live [abs.] Sir 38,27; to keep [τινα +pred.] Jb 12,17τὰς ἐπιλοίπους τῶν γάμων ἡμέρας ἐν θρήνοις διῆγον ( they) spent the rest of ( their) nuptial days in wailing 3 Mc 4,8; διήγαγες τὰ σκέλη σου you spread your legs Ez 16,25*2 Chr 28,3 διῆγε he carries over-יעבר for MT יבער he burns -
9 σιδηροῦς,-ᾶ,-οῦν
+ A 5-9-9-21-8=52 Lv 26,19; Dt 3,11; 4,20; 28,23.48made of iron, iron Dt 28,48; of iron, hard (metaph.) Is 48,4σκέλη σιδηρᾶ iron legs (of an image) DnLXX 2,33; ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ with an iron rod, mercilessly Ps 2,9;ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς σιδηρᾶς of the iron root, of the strength of iron DnTh 2,41 -
10 βαδίζω
A , Pl. 495, Pl.Smp. 190d, etc.; laterβαδίσομαι Gal.UP12.10
, andβαδιῶ Nicol.Prog.p.69F.
, Ael.Tact. 36.4, ([etym.] δια-) Luc.Dem.Enc.1;βαδίσω D.Chr.10.8
: [tense] aor.ἐβάδισα Hp.Int. 44
, Pl.Erx. 392b, Arr.An.7.3.3, etc.: [tense] pf.,J.Ap.2.39:—[voice] Med., imper.βαδίζου Cratin.391
:—walk,ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν h.Merc. 210
;β. ἀρρύθμως Alex.263
; opp. τρέχω, X.Cyr. 2.3.10, etc.; of horsemen, interpol. in Id.An.6.3.19;ἐπὶ κτήνους β. D.Chr.34.5
; go by land, opp. πλέω, D.19.164,181; also of sailing, X. Oec.16.7; of a ship, LXXJn.1.3; march, of armies, Ael.Tact. l.c.; of certain animals, κατὰ σκέλη β., v. σκέλος I: c. acc. cogn.,βάδον β. Ar.Av.42
;ὁδόν Hp.
l. c., X.Mem.2.1.11;ἀεὶ μίαν ἀτραπόν Arist.HA 622b25
;ὁδῷ β. Luc. Tim.5
; go!Men.
Epit. 159, Sam.43.3 generally, go, proceed, Antipho 5.24; ἐπ' οἰκίας β. enter houses, D.18.132, cf. Test. ap. eund.21.121; β. ἐπίτινα ψευδοκλητείας proceed against him for.., D.53.15; εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα, Arist.Pol. 1293a24, 1298a15, 1299a36; β. εἰς τὰ πατρῷα enter on one's patrimony, Is.3.62; proceed (in argument),πρὸς τὰ κατηγορήματα D.18.263
, cf. Arist.AP0.97a5; εἰς ἄπειρον β., of an infinite process, Metaph.1000b28;ὁμόσε τῇ φήμῃ β. Plu.Thes.10
.4 of things, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον prices were getting lower, D. 56.9;τὸ πρᾶγμα πορρωτέρω β. Id.23.203
.—Very rare in Poets: [ἥλιος] β. τὸν ἐνιαύσιον κύκλον E.Ph. 544
. -
11 διαχαράσσω
A sever, divide, D.H.Dem.43 ([voice] Pass.); strip off,ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23
; carve, give shape to, Plu. 2.636c ([voice] Pass.), cf. Ph.1.649 ([voice] Pass.); sharpen,τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b
:—[voice] Med., scrape, S.Ichn.255:—[voice] Pass.,πέτραις -κεχαραγμένοι τὰ σκέλη Agath.4.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχαράσσω
-
12 ζυγόω
A yoke, join together, [ σκέλη] Sor.1.84; ζ. κιθάραν put the cross-bar to the lyre, Luc.DDeor.7.4, DMar.1.4; , cf. LXXEz.41.26.3 metaph., bring under the yoke, subdue, A.Fr. 115. -
13 καθέλκω
A ,καθελκύσω Luc.DDeor.21.1
: [tense] aor. part.καθελκύσαντες Th.6.34
: [tense] pf.καθείλκῠκα D.5.12
:—[voice] Pass., [tense] aor. and [tense] pf. (v. infr.):1 of ships, draw to the sea, launch, E.Hel. 1531, Ar.Ach. 544, Eq. 1315, Isoc.4.118;καθεῖλκον ναῦς ἐς τὸν Πειραιᾶ Th.2.94
: abs., Phld.Mus.p.15 K.,al.:—[voice] Pass.,τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν Hdt.7.100
; .2 draw down, depress the scale, Ar.Ra. 1398: metaph., outweigh,καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόρος Call.Aet. Oxy.2079.9
; [ ἡ τροφὴ]τοῖς λοιποῖς.. ἰσοσθενεῖ καὶ κ. τὰ πάντα Gal. 19.190
.3 in building, carry down, τὰ σκέλη καθείλκυσται the long walls have been carried down to the sea, Str.8.6.22.II metaph., drag down,τὸ Χεῖρον.. καθελκυσθὲν συνεφελκύσασθαι τὸ μέσον Plot.2.9.2
, cf. Luc.Apol.11.2 constrain. compel, BGU648.12 (ii A.D.), POxy.899.25 (iii A.D.);τινὰ εἰς φιλανθρωπίαν Lib.Or.15.29
([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέλκω
-
14 καλάμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμινος
-
15 καπυρός
A dried by the air,κάρυα Epich.150
;Χοιρίων σκέλη Antiph.185
; ἄλφιτον κ. Arist.Pr. 927a24, cf. Dieuch. ap. Orib.4.7.3;τυρός Test.Epict.5.36
; Χαῖται (of thistle-down) Theoc.6.16.b brittle,ὀστέον Hp.VC19
(v.l. εὔπριστον); cj. in Thphr.HP3.13.4 and 7 ([comp] Comp.); crisp, crackly, Diocl.Fr.147.2 [voice] Act., drying, parching, κ. νόσος, of love, Theoc.2.85.II of sound, crackly,καπυρὸν ψοφεῖν Gal.6.434
: metaph., κ. γελάσας laughing loud, AP7.414 ([place name] Nossis), cf. Longus 2.5;κ. γέλως Alciphr.3.48
; κ. στόμα clear-sounding, of Poets, Theoc.7.37; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.DDeor. 22.3; καπυρώτεραι ᾠδαί rude songs, opp. ἐσπουδασμέναι, Ath.15.697b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπυρός
-
16 καταπείρω
A insert,ἐμβρυουλκὸν εἰς τόπον Sor.2.62
;τοῖς κατὰ τοὺς βουβῶνας τὰ σκέλη Hld.10.32
:—[voice] Pass.,- πεπαρμένον ἐν ποδὶ σκόλοπα Gal.Nat.Fac.1.14
; - παρεῖσαι ([tense] aor. 2 part.) τῇ φάρυγγι ἄκανθαι Paul. Aeg.6.32; of persons,- παρέντες εἰς τὴν Ἱμεραίων θηρόβοτον ἄχρι τῶν στηθῶν Phalar.Ep.147.4
. ( καταπείραντες (- ροντες cod.)· καταδύσαντες (- δής- cod.), dub. in Hsch.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπείρω
-
17 κατατείνω
A : [tense] aor. - έτεινα (v. infr.):—stretch, draw tight,κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Il.3.261
, 311;κ. χαλινούς Hdt.4.72
; κ. τὰ ὅπλα draw the cables taut, Id.7.36;τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Pl.Ti. 84e
.2 stretch for the purpose of setting a bone, Hp.Fract. 15:—also [voice] Med., ib.5:—[voice] Pass., μῦς κατατεταμένος ib.8.3 rack, torture, , cf. Ael. Fr. 176;κατατείνειν ταῖς κολάσεσι Id.Fr. 279
: metaph.,κ. τὴν ψυχήν Id.Fr.60
;κατέτεινέ με διηγούμενος Lib.Decl.33.25
;κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Phylarch.40
J., cf. AP11.128 (Poll.).4 stretch out or draw in a straight line, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, i.e. he marked out the ditches by drawing straight lines, Hdt.1.189; δόλιχον κ. τοῦ λόγου make a very long speech, Pl.Prt. 329b; μακρὸν λόγον, πολλοὺς καὶ μακροὺς ἐλέγχους, Phlp.in APr.262.10, in APo.243.19;φεύγουσι κατατείναντες τὴν κέρκον Arist.HA 629b35
:—[voice] Pass., extend throughout, Id.PA 650a29.5 [voice] Pass., to be tightly bound,ὑπὸ δεσμοῦ Plu.Luc.24
.6 stretch on the ground, lay at full length, [ὁ ἐλέφας] τοὺς φοίνικας κ. ἐπὶ τῆς γῆς Arist.HA 610a24
;κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Plu. Publ.6
:—[voice] Pass., to be extended over a space, ; πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα ib. 92a;σκέλη ἐπὶ τῇ γῇ -τεταμένα Arist.IA 713a19
.7 metaph., strain, exert,κ. τὴν ῥώμην ὅλην Plb.21.34.7
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be strained, μᾶλλον, ἧττον-τείνεσθαι, Pl.Ti. 63c, λόγοι κατατεινόμενοι words of hot contention, E.Hec. 130 (anap.);δρόμημα συνεχῶς -τεταμένον Arist.HA 629b19
; κ. τῷ προσώπῳ strain with the muscles of one's face, Plu.Ant.77; cf. infr. 11.2.II intr., extend or run straight towards,τάφρον -τείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Hdt.4.3
, cf. 9.15; γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην it stretches westward up to.., Id.7.113, cf. 4.19, X.HG4.4.7: abs., extend,ταύτῃ κ. Hdt.8.31
.b extend downwards, Plu.2.566d.2 strive earnestly, be vehement, E.IA 336;ἰσχυρῶς κ. X.An.2.5.30
; opp. χαλάω, Pl.R. 329c; κ. ἡ ὀδύνη v.l. for κατακτείνειε in Hp.Fract.43, cf. Gal.6.311: freq. in [tense] aor. part. with adverb. sense, with all one's force or might,κατατείνας ἐρῶ Pl.R. 358d
, cf. 367b;ὁ λέων τρέχει κ. Arist.HA 629b18
;ᾠχόμην κ. Luc.Lex.3
;ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται Id.Sat.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατείνω
-
18 κνηστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνηστέον
-
19 κομήτης
A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu. 348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κ., prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R. 454c, cf. Grg. 524c;κ. τὰ σκέλη Luc.Bacch.2
.2 metaph., κ. ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κ. λειμών a grassy meadow, E.Hipp. 210 (anap.);θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba. 1055
.III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομήτης
-
20 κοπιάω
Aἐκοπίᾱσα Men.Phasm.36
: [tense] pf.κεκοπίᾱκα Apoc.2.3
: ([etym.] κόπος):—to be tired, grow weary, Ar.Th. 795, Fr.318.8, LXX De.25.18, al.;κ. τὰ σκέλη Alex.147
, Men.l.c.; κ. ὑπὸ ἀγαθῶν to be weary of good things, Ar.Av. 735;ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Ev.Jo.4.6
;τῇ διανοίᾳ Erasistr.
ap. Gal. Consuet.1: c. part.,κ. ὀρχούμενοι Ar.Fr. 602
;ζῶν AP12.46
(Asclep.);μὴ κοπιάτω φιλοσοφῶν Epicur.Ep.3p.59U.
, cf. Plu.2.185e: [tense] aor. part. κοπιάσας, defunctus laboribus, IG14.1811:—[voice] Med. in act. sense, Arist. Pr. 881a14.II work hard, toil, Ev.Matt.6.28, etc.;μεθ' ἡδονῆς κ. Vett.Val.266.6
;εἴς τι 1 Ep.Ti.4.10
, cf. Ep.Rom.16.6;ἔν τινι 1 Ep.Ti.5.17
; : c. inf., strive, struggle,μὴ κοπία ζητεῖν Lyr.Alex.Adesp.37.7
.
См. также в других словарях:
σκέλη — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
σκέλος — το 1. καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα πίσω πόδια των ζώων: Άνοιξε τα σκέλη του. 2. ό,τι μοιάζει με πόδι: Τα σκέλη μιας ορθής γωνίας είναι κάθετα μεταξύ τους. 3. καθένα από τα δύο αντίστοιχα μέρη κάθε δίδυμου πράγματος: Η πρότασή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
δισκελής — ές και δίσκελος, η, ο (Μ δισκελής, ές) αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός 2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκέλος] … Dictionary of Greek
ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] … Dictionary of Greek
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek