-
1 κατάλυσις
A dissolution, putting down, esp. of governments,ἡ τῶν τυράννων κ. ἐκ τῆς Ἑλλάδος Th.1.18
;τοῦ δήμου And.1.36
, Lys.13.20;τῆς παρούσης πολιτείας Pl.Lg. 864d
;τῆς ἀρχῆς X.Cyr. 8.1.47
, cf. Arist.Pol. 1305b3, al.;Κρόνου Phld.Piet.94
: generally,τὴν τῶν πονηρῶν ὁμιλίαν κ. εἶναι ἀρετῆς X.Mem.1.2.20
;κ. Χρείας Gal.9.44
.2 dismissal, disbanding of a body of men,στρατιᾶς X.Cyr. 6.1.13
; κ. τριήρους breaking up of a ship's crew, D.50.11; εἰς κατάλυσιν till dismissal, of soldiers at a review, X.Eq.Mag.3.12.3 κ. πολέμου pacification, Th.8.18, X.Mem.2.8.1, Isoc.6.51.2 = κατάλυμα, restingplace, guest-chamber, quarters, lodging, σταθμοὶ καὶ καταλύσιες ([dialect] Ion.)κάλλισται Hdt.5.52
;ξένοις κ. ποιεῖν Pl.Prt. 315d
, cf. Lg. 919a (pl.), Antiph.15, Alex.2.2, Dicaearch.1.6 (pl.), IG4.203 ([place name] Corinth);κ. βασιλική PPetr.3p.137
(iii B. C.).3 pl., billets for troops, PHal. 1.168 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλυσις
-
2 λύω
Grammatical information: v.Meaning: `loosen, liberate, make loose, destroy, pay'.Other forms: aor. λῦσαι, fut. λύσω, perf. midd. λέλῠμαι, aor. pass. λῠθῆναι (Il.), aor. midd. also λύμην, λύ(ν)το (Hom.), perf. act. λέλῡκα.Compounds: very often with prefix, e.g. ἀνα, ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-, παρα-. As 1. member λῦσ(ι)- in governing compp., e.g. λυσί-πονος, λυσι-τελής (s. v.), PN like Λυσί-μαχος, shortname Λυσίας a. o.; as 2. member in βου-λῡ-τός (s. v.).Derivatives: 1. λύσις `loosenig, liberation' (Ω 655 a. ι 421; cf. Krarup Class. et Med. 10, 4f.. Benveniste Noms d'agent 77, Holt Les noms d'action en - σις 71ff., Porzig Satzinhalte 196), from the prefixcompp. ἀπό-, ἀνά-, διά-, κατά-, ἔκ-λυσις etc. (Thgn., Sol., IA; cf. Holt [s. Index]); davon ( κατα-, ἀπο-)λύσιμος `good for loosening etc.' (trag., Pl., Arist.; Arbenz 66 u. 68); also λύσιος `bringing loosening', surn. of the gods, esp. Dionysos (Pl., Plu.). 2. λύματα pl. = ἐνέχυρα (Suid.); but κατάλῠ-μα n. `inn' (hell.) with - μάτιον (hell. pap.) from κατα-λύω `dismiss, unloose'. 3. Aeol. Dor. λύα f. (Alc., Pi.), λύη (Hdn. Gr.) `loosening, saparation, στάσις'; from it, but deviant in meaning, Λυαῖος, - αία surn. of Dionysos resp. the Great Goddess ( Anakreont., IG 5: 2, 287 [I--IIp]; Tim. Pers. 132), cf. Danielsson Eranos 5, 52 and Sandsjoe Adj. auf - αιος 11 w. n. 1, Lat. LW [loanword] Lyaeus. - 4. ( ἀνα-, κατα-) λυτήρ, - ῆρος m. `liberator, looser, arbiter' (A., E., hell. inscr.) with ( ἐκ-)λυτήριος `loosing, liberating' (Hp., trag.); λυτήριον = λύτρον (Pi., A. R.), but καταλυτήριον = κατάλυμα (Poll., s. above). Fem. λύτειρα (Orph.; Fraenkel Nom. ag. 1, 128), also λυτηριάς (Orph.). 5. δια-, κατα-, ἀνα-, συν-λύτης `looser, resp. loging guest, looser, conciliator' (Th., resp. Plb.); here and after λύσις, λύω ( ἀνα-, κατα-, ἐκ-, παρα- etc.) λυτικός `good for loosing.' (Pl., Arist.). - 6. λύτρον `ransom' (usu. pl.), `substitute, retribution' (Pi., IA.; Fraenkel Nom. ag. 1, 203 f., Chantraine Formation 332) with ( ἀπο-, παρα-, ἐκ-)λυτρόω, - όομαι `give free for ransom etc.' (Att.), from where (-) λύτρωσις, λυτρώσι-μος, λυτρωτής, ἀπολυτρωτικός (hell.).Etymology: The regular Greek formal system is the result of nivellation. Old was the athematic aorist λύ-μην, λύ-το (Schwyzer 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 382), new prob. the themat. present λύω with original short (Hom.), then also long (Att.; sts. also Hom.) υ, prob. after λῦσαι etc. (cf. Schwyzer 686, Chantraine 1, 372; also Schulze Q. 387 f., Bonfante Emerita 1, 117). Further agrees with λῠ́ω Lat. luō `mend, pay', to which solvō (from *sĕ-luō) `solve'; the long vowel in so-lū-tus and in Skt. lū-na- `cut off' has an agreement in βου-λῡ-τός (against λύ-το, λύ-σις etc.). The Skt. verb deviates both formally and semantically ('cut off, divide, destroy usw.') with the nasal presents lu-nā́-ti, lu-no-ti; the other finite forms are much later; on full grade verbal nouns (e.g. laví-, lavítra-) s. on λαῖον (not in λοι-δορέω). - From other languages there are isolated verbal nouns or verb forma, which are unimportant for Greek, like Goth. lun acc. sg. ' λύτρον, ransom'; with n-suffix Alb. laj `pay a debt' (from IE *lǝu̯n-i̯ō?). Besides with s-enlargement Germ. e.g. Goth. fra-liusan `lose' (IE * leus-) wiht fralusts `loss' (IE. * lus-ti-), fra-lus-nan `be lost'. - More forms WP. 2, 407 f., Pok. 681 f., W.-Hofmann s. 2. luō.Page in Frisk: 2,149-150Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λύω
-
3 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
4 λύω
λύω, poet. imper.Aλῦθι Pi.Fr.85
: [tense] fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: [tense] aor.ἔλῡσα 18.244
, etc.: [tense] pf.λέλῠκα Th.7.18
, Ar.V. 992 ( ἀπο-), etc.:— [voice] Pass., [tense] pf.λέλῠμαι Il.8.103
, etc.: [tense] plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: [tense] aor. ἐλύθην, [dialect] Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel. 860, Th.2.103, etc.: [tense] fut. , Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 ( ἀπο-): [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib. 114, butλῦτο 24.1
(at beginning of line, v.l. λύτο);λύντο 7.16
: also [ per.] 3sg. opt. [tense] pf.λελῦτο Od.18.238
:—[voice] Med., [tense] fut.λύσομαι Il.1.13
, etc.: [tense] aor.ἐλυσάμην 14.214
: [tense] pf. [voice] Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): [tense] fut. λύσομαι in pass. sense, ( δια-) Th.2.12, ( ἐπι-) Lys.25.33 codd. ( καταλύσεσθαι edd.), ( κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. [tense] pf. [voice] Act., [tense] pres. and [tense] fut. [voice] Pass. [In [tense] pres. and [tense] impf. [pron. full] ῡ always in [dialect] Att., [pron. full] ῠ mostly in [dialect] Ep., though Hom. has [pron. full] ῡ twice,ἔλῡεν Il.23.513
, λῡει Od.7.74; also in compds.,ἀλλῡεσκεν 2.105
, ἀλλῡουσαν ib. 109: in [tense] fut. and [tense] aor. 1 [pron. full] ῡ always: in other tenses [pron. full] ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):— loosen:I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife,λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48
; ; soἔλυσας.. ἅγνευμα σόν Id.Tr. 501
; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap. 406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec. 539, 1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail,λῦε, κυβερνήτα APl.1.6
*.9 ([place name] Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC 1597, Tr. 924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El. 743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th. 396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 ([voice] Pass.), E.HF 1123; ; ἀρτάνας.. δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib. 876, cf. E.Hipp. 781:—[voice] Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc.b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp. 1060, Isoc.12.96;γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9
D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp. 290;λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj. 706
(lyr.), etc.2 of living beings,a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504;ὑφ' ἅρμασιν 18.244
;ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39
:ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576
;ὑπ' ἀπήνης Od.7.6
(also in [voice] Med., μὴ.. ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; ); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc.b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr. 771, 785: c. gen. rei,τὸν.. θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397
, cf. Pi.P.3.50, etc.;λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr. 1006
; ;τὼ.. ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360
, cf. Pi.O.4.23, A.Pr. 873, E.Hipp. 1244, Pl.R. 360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of.., Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from.., D.S.13.92:—[voice] Med., prop. get one loosed or set free,λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th. 528
;ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp. 1065
(lyr.):—[voice] Pass.,λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116
; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers. 592 (lyr.).c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137, 555, etc.;λ. τινά τινι 1.20
, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full,λ. τινὰ ἀποίνων 11.106
;χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135
([voice] Pass.);ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3
:—[voice] Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284, 385, Pl.Mx. 243c, D.19.229;λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20
;ἵππον X.An.7.8.6
;ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169
;λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28
; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V. 1353.d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18.II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305;ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
, etc.:—[voice] Pass.,λῦτο δ' ἀγών Il.24.1
;μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2
; πρὶν <ἂν>.. ἡ ἀγορὰ ( market)λυθῇ Id.Oec. 12.1
;λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3
.2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135;ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186
; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [ τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25.3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.;ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335
; , etc.;ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332
;πέλεκυς λῦσεν.. βοὸς μένος Od.3.450
, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ.. γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—[voice] Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.;καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85
, cf. Od.8.233;αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114
, 425;λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296
, etc.;λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794
, 18.189;λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers. 913
(anap.);λύεται δέ μου μέλη E.Hec. 438
;λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp. 199
(anap.).b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant. 1302.c metaph.,λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22
.4 undo, bring to naught, destroy,πολίων κάρηνα Il.9.25
;Τροίης κρήδεμνα 16.100
, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to,νείκεα Il.14.205
;μελεδήματα 23.62
;ἔριν E.Ph.81
, AP9.316.12 (Leon.);πόλεμον Th.5.31
;ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9
;μέμψιν Democr.271
; ; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; ;ἀνάγκας E.Supp.39
; βίον, i.e. die, Id.IT 692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43;λ. τὸ τέλος βίον S.OC 1720
(lyr.); μαχας Ar. Pax 991 (anap.);νοσήματα Diocl.Fr.35
([voice] Pass.), cf. Gal.6.476;κόπους Dsc.Eup.1.220
; forgive,ἁμαρτήματα LXXJb.42.9
.b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol. 1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib. 1298b31;λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197
([voice] Pass.), etc.;ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21
; rescind a vote,ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2
; revoke a will,διαθήκην Is.6.33
, etc. (but in [voice] Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—[voice] Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25.c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question,λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt. 324e
, al.;λ. ζήτημα Gal.6.436
.f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2.5 break a legal agreement or obligation,τὸν νόμον Hdt.6.106
;τὰς σπονδάς Th.1.23
, 78, cf. 4.23, al.;τὰ συγκείμενα Lys.6.41
; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H.6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete. 384b11, cf. 382b33 ([voice] Pass.);ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106
; melt,παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2
;τι πυρὶ λ. Hippiatr.52
.7 of medicines,λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr. 863b29
, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr. 877a32 ([voice] Pass.).IV atone for, make up for,τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra.
691;λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph. 1224
;λ. φόνον φόνῳ Id.OT 101
, E. Or. 511;αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5
:—[voice] Med.,τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα.. δίκαις A.Ch. 804
(lyr.).V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31.2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs.,λύει δ' ἄλγος E.Med. 1362
, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., , cf.Hipp. 441: c. inf., πῶς οὖν λύει.. ἐπιβάλλειν; Id.Med. 1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib. 566; (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ,.. θανεῖν it is not expedient that we should die ( οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005;οὐ γάρ με λύει.. κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35
; cf. λυσιτελέω. -
5 χρέος
χρέος, τό [dialect] Ep. [full] χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): [dialect] Att. [full] χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt. 267a, Lg. 958b): gen.A (troch., s. v.l.),χρέους Lys.17.5
codd.,χρέως D.49.18
(and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in [dialect] Ep. forms:—pl., nom. and acc. ,χρέᾱ Ar.Nu.39
, 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen.χρεῶν Ar.Nu.13
, 117, Pl.R. 566a, etc.; [dialect] Ep. ( χρεέων cj. Rzach); [dialect] Ep. dat.χρέεσι Man. 4.135
;χρήεσσι A.R.3.1198
: ([etym.] χράομαι, χρή):I that which one needs must pay, obligation, debt,Ἄρης.. χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353
, cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'·.. πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt,αὐτὸς ἔτεισε.. χρέος Thgn.205
; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC 235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu. 117, Pl.Plt. 267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140;χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2
;τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15
; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v.τίθημι A. 11.7
fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic);ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48
: pl., debts, Hes.Op. 647, Ar.Nu.13, etc.;χρειῶν λύσις Hes.Op. 404
;χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15
;χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42
; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg. 958b;τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46
(Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 ([voice] Pass.);πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10
, D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.2 metaph., the debt that all must pay, fate, death,οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25
;τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8
; alsoἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax. 367b
; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.II in Poets, business, affair, matter,ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409
, cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp. 374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib. 472, cf. S.OT 156 (lyr.);πᾶν ὃ θέλεις.. χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53
: c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec. 892.2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC 251 (lyr.);ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or. 150
(lyr);τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr. 1011
(lyr.);τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF 530
, cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc. 138, A.R.3.189, Arat.343.IV duty, task, charge, office,ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45
, cf. 7.40;οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers. 777
, cf. Th.20;τὸ σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος S.El.74
, cf. E.Or. 1253 (lyr.), IT 883 (lyr.).V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr. 337.VI anything useful or serviceable, Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος ( = χρέους)διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14
, cf. 11, GDI5100.11 ([place name] Malla).2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31. -
6 παράλυσις
A secret or illicit undoing or breaking open,ἡ πολυπραγμοσύνη π. τῶν ἀπορρήτων Plu.2.519c
(v.l. -δυσις).II disabling of the nerves, paralysis, Thphr.Fr.11, Dsc.1.6, Ruf. ap. Orib.8.39.2, Gal. 8.208 ; also of the eyes, i.e. nystagmus, Cels.6.6.36 : generally, π. τῶν σωμάτων, of the effect of strong wine, Com.Adesp. 106.13 ; ἡ λύπη ψυχῆς π. Cleanth.Stoic.1.130, cf.Plb.30.32.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλυσις
-
7 ἀπόλυσις
2 release, deliverance, Pl.Cra. 405b, Plb.33.1.5: c. gen., κατὰ τὴν ἀ. τοῦ θανὰτου as far as acquittal from a capital charge went, Hdt.6.136; ἀ.κακῶν θάνατος Plu.Arat.54
; ἀ. πένθους end of mourning, OGI56.53 ([place name] Canopus).II (from [voice] Pass.) separation, parting, Arist.GA 718a14;τῆς ψυχῆς Id.R.479a22
: abs., decease, death, Thphr.HP9.16.8, Lycon ap. D.L.5.71; ἀ. ποιεῖσθαι to take one's departure, of an army, Plb.3.69.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλυσις
См. также в других словарях:
ката́лиз — а, м. хим. Возбуждение химической реакции или изменение ее скорости под влиянием катализатора. [От греч. καταλυσις роспуск] … Малый академический словарь
Katalase — Katala̱se [Kurzwortbildung zu gr. ϰαταλυσις = Auflösung, Zerstörung u. ↑...ase] w; , n: Enzym, das das Zellgift Wasserstoffperoxyd (H2O2) im Organismus durch Aufspaltung in Sauerstoff u. Wasser unschädlich macht … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Katalysator — Kata|lysa̱tor [zu gr. ϰαταλυσις = Auflösung] m; s, ...sato̱ren: Stoff, der eine chemische Reaktion, ohne selbst an der Reaktion beteiligt zu sein, beschleunigt, verzögert od. in ihrem Verlauf bestimmt … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Eley - Rideal - Mechanismus — Als Katalyse (griechisch κατάλυσις, katálysis – die Auflösung, Abschaffung, Aufhebung; ursprünglich von: κατά = „(da)bei“ (örtl./zeitl.) und λύσις = „Auflösung, Zerfall“, also: „örtlich und zeitlich beim Zerfall (anwesend)“, wörtlich: „der Bei… … Deutsch Wikipedia