Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λυσι-τελής

См. также в других словарях:

  • ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην …   Dictionary of Greek

  • λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»