Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δημοκρατίαν

См. также в других словарях:

  • δημοκρατίαν — δημοκρατίᾱν , δημοκρατία democracy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Геоморы — (др. греч. γεωμόροι, дорийский диалект γάμοροι, от γε «земля» и μείρομαι «получаю свою долю») земледельцы, вторая из трех социальных групп афинского государства (другие две евпатриды и демиурги), социальное деление которого традиция приписывает… …   Википедия

  • ECHETLA — Siciliae urbs olim munitissima circa fontes Achatis fluv. quae primi belli Punici tempore sita erat, in confinio Syracusanorum et Carthaginiensium, hodie Ochula, vel Aquila vocatur. De ea praeter Steph. vide Polyb. l. 1. Echetla autem literis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZELOTAE, a ZELO dicti sunt — His in veter. Hebraeorum Republ. ius erat, pro atrocitate in Numen Sanctissimum Populique sanctiora facinoris, peccantem, citra figuram iudicii, nedum in ius vocationem, statim obruere et morte mulctare. Misna, Qui sacrilegium commiserat (ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»