Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δειλιᾶν

См. также в других словарях:

  • δειλιᾶν — δειλία timidity fem gen pl (doric aeolic) δειλιάω to be afraid pres part act masc voc sg (doric aeolic) δειλιάω to be afraid pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δειλιάω to be afraid pres part act masc nom sg (doric aeolic) δειλιᾶ̱ν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλιᾷν — δειλιάω to be afraid pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δειλίαν — Δειλίᾱν , Δειλίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλίαν — δειλίᾱν , δειλία timidity fem acc sg (attic doric aeolic) δειλίᾱν , δειλιάω to be afraid imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δειλίᾱν , δειλιάω to be afraid imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • боязнь — БО˫АЗН|Ь (90), И с. Боязнь, страх: къ нб҃сьномоу ц҃рɤ пристоупи сь бо˫азньѫ. Изб 1076, 263; бо˫азни въ любъви нѣсть съвьршена˫а любы вънъ измещеть страхъ. СкБГ XII, 9в; нѣкто бо˫азнью потрѩсъс˫а оу||мъмь. (τῷ δέει) ЖФСт XII, 124 об. 125; ратьнии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ου μη — oὐ μή (Α) επιτατικό τής άρνησης το οποίο χρησιμοποιείται σε ανεξάρτητες προτάσεις σε άρνηση ή απαγόρευση Ι. σε άρνηση συντάσσεται: α) με υποτακτική κυρίως τού αορίστου και σπαν. τού ενεστώτα με ρήματα που σημαίνουν δύναμη ή ικανότητα (α. «οὔ τι… …   Dictionary of Greek

  • οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …   Dictionary of Greek

  • χιδάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμάζεσθαι. δειλιᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται, πιθ. με τη λ. χίδρυ*] …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»