Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιχώρια

См. также в других словарях:

  • ἐπιχωρία — ἐπιχωρίᾱ , ἐπιχώριος in fem nom/voc/acc dual ἐπιχωρίᾱ , ἐπιχώριος in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχωρίᾳ — ἐπιχωρίᾱͅ , ἐπιχώριος in fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχώρια — ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχωριάσας — ἐπιχωριά̱σᾱς , ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting fut part act fem acc pl (doric) ἐπιχωριά̱σᾱς , ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting fut part act fem gen sg (doric) ἐπιχωριά̱σᾱς , ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting fut part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιχωρία — ἐπιχωρίᾱ , ἐπιχώριος in fem nom/voc/acc dual ἐπιχωρίᾱ , ἐπιχώριος in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπιχώρια — ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιχώρι' — ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐπιχώριε , ἐπιχώριος in masc voc sg ἐπιχώριε , ἐπιχώριος in masc/fem voc sg ἐπιχώριαι , ἐπιχώριος in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιχώρια — ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐπιχώρια , ἐπιχώριος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχωριάσαι — ἐπιχωριά̱σᾱͅ , ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting fut part act fem dat sg (doric) ἐπιχωριά̱σᾱͅ , ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting fut part act fem dat sg (doric) ἐπιχωριάζω to be in the habit of visiting aor inf act ἐπιχωριάσαῑ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχωρίας — ἐπιχωρίᾱς , ἐπιχώριος in fem acc pl ἐπιχωρίᾱς , ἐπιχώριος in fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχωρίαν — ἐπιχωρίᾱν , ἐπιχώριος in fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»