Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κῶς

См. также в других словарях:

  • Κῶς — to Cos fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώς — Κῶς to Cos fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώς — κως , πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κώς — Sp Kòsas Ap Κώς/Kos L s. ir mst. Graikijoje (P. Sporadų ss.) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κως — η γεν. Κω, νησί στα Δωδεκάνησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κως — πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶς — πῶς how? ionic (indeclform interrog) πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επίχαρμος — (Κως ή Υβλαία Μέγαρα ή Συρακούσες 550/540 π.Χ. – Συρακούσες 460; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Έζησε κυρίως στα Μέγαρα της Σικελίας, στην αυλή των τυράννων Γέλωνα και Ιέρωνα. Έγραψε, κατά Σούδα, 52 δράματα που αποτέλεσαν 10 βιβλία. Θεωρείται ο κορυφαίος… …   Dictionary of Greek

  • Κάσδαγλης, Νίκος — (Κως 1928 –). Συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ) στο υποκατάστημα της Ρόδου. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας απολύθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία του μετά …   Dictionary of Greek

  • Κῶ — Κῶς to Cos fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»