-
1 κῶς
II at Corinth, public prison, St.Byz., cf. Hsch.; cf. κῶος.------------------------------------------- -
2 κῶς [2]
-
3 κως
-
4 Κως
-
5 Κῶς
-
6 κῶς
-
7 Κως
-
8 Κώς
Κῶςto Cos: fem nom /voc sg -
9 κώς
κως, πωςhow?ionic (enclitic indeclform particle) -
10 Κῶς
AΚῶν Il.2.677
; [full] Κόωνδε, Adv. to Cos, 14.255, 15.28; cf. Κῷος, Κῳακός:—prov., ὃν οὐ θρέψει K.,ἐκεῖνον οὐδὲ Αἴγυπτος Eust.983.33
. -
11 Κῶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κῶς
-
12 κῶς
κῶς, τό, bei den Korintiern ein öffentliches Gefängnis -
13 Κῶς
Κῶς, Κῶ, ἡ acc. Κῶ (Meisterhans3-Schw. 128f.—The t.r. has Κῶν.) Cos (Hom. et al.; ins; 1 Macc 15:23 εἰς Κῶ; Joseph.), an island in the Aegean Sea Ac 21:1.—IKosPH; RHerzog, Koische Forschungen u. Funde 1899; ANeppi Modona, L’isola di Coo nell’ antichita class. ’33; KSudhoff, Kos u. Knidos ’27; Pauly-W. XI 1467ff; Kl.-Pauly III 312ff; PECS 465–67 (lit.).—M-M. -
14 κως
πωςhow?ionic (enclitic indeclform particle)——————πῶςhow?ionic (indeclform interrog)πωςhow?ionic (enclitic indeclform particle) -
15 κῶς
Βλ. λ. κως -
16 Κῶς
{собств., 1}Кос (терн, колючка).Небольшой остров в Эгейском море между островами Родос и Патмос у юго-западного побережья Малой Азии (Деян. 21:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κῶς
-
17 Κώς
{собств., 1}Кос (терн, колючка).Небольшой остров в Эгейском море между островами Родос и Патмос у юго-западного побережья Малой Азии (Деян. 21:1).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κώς
-
18 Κως
-
19 Κῶς
Кос (остров в Эгейском море у побережья Карии).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κῶς
-
20 Κῶς
См. также в других словарях:
Κῶς — to Cos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώς — Κῶς to Cos fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώς — κως , πως how? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Κώς — Sp Kòsas Ap Κώς/Kos L s. ir mst. Graikijoje (P. Sporadų ss.) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κως — η γεν. Κω, νησί στα Δωδεκάνησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κως — πως how? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶς — πῶς how? ionic (indeclform interrog) πως how? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επίχαρμος — (Κως ή Υβλαία Μέγαρα ή Συρακούσες 550/540 π.Χ. – Συρακούσες 460; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Έζησε κυρίως στα Μέγαρα της Σικελίας, στην αυλή των τυράννων Γέλωνα και Ιέρωνα. Έγραψε, κατά Σούδα, 52 δράματα που αποτέλεσαν 10 βιβλία. Θεωρείται ο κορυφαίος… … Dictionary of Greek
Κάσδαγλης, Νίκος — (Κως 1928 –). Συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ) στο υποκατάστημα της Ρόδου. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας απολύθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία του μετά … Dictionary of Greek
Κῶ — Κῶς to Cos fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)