Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(βοός

См. также в других словарях:

  • βοός — βοῦς bullock masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόβοος — μεγαλόβοος, ον (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βοος (< βοή), πρβλ. πολύ βοος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμβοος — μελάμβοος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βοος (< βοῦς, βοός)] …   Dictionary of Greek

  • μόργος — μόργος, ὁ (Α) 1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • πολύβοος — η, ο / πολύβοος, ον, ΝΜΑ, και πολύβουος, Ν αυτός που εκπέμπει πολλή βοή, πολύ θόρυβο («πολύβοη αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοος (< βοή) πρβλ. μεγαλό βοος] …   Dictionary of Greek

  • говядо — крупный рогатый скот , ст. слав. говѩждь (Супр.), прилаг., болг. говедо, сербохорв. го̀ведо, словен. govedo, чеш. hovado, слвц. hovädo, в. луж. howjado, н. луж. gowedo. Родственно лтш. gùovs крупный рогатый скот , др. инд. gāuṣ, дат. п. gavē,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Germanicopolis (Bithynia) — Germanicopolis ( gr. polytonic|Γερμανικόπολις) also Caesarea Germanica, was an ancient town in Isauria, Bithynia, on the Gelbes river, [William Hazlitt, The Classical Gazetteer: A Dictionary of Ancient Geography, Sacred and Profane , p. 161] not… …   Wikipedia

  • Lemnos — Λήμνος (el) Le petit port de Kotsinos Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • Limnos — Lemnos 39°54′21″N 25°14′22″E / 39.90583, 25.23944 …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»