Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεραός

См. также в других словарях:

  • κεραός — κεραός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, άδος (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα Fός.… …   Dictionary of Greek

  • Κεραός — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραός — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραος — κέρας Aër. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῶν — κεραός horned fem gen pl κεραός horned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραόν — κεραός horned masc acc sg κεραός horned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερααί — κεραός horned fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραοῖο — Κεραός horned masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραοῖο — κεραός horned masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραοῖς — Κεραός horned masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραοῖς — κεραός horned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»