Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔντοσθεν

См. также в других словарях:

  • ἔντοσθεν — ἔντοσθε from within nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντοσθε(ν) — ἔντοσθεν (Α) επίρρ. ένδοθεν, από μέσα, μέσα, εντός («τείχεος ἐξελθεῑν, ἄλλοι δ ἔντοσθε μένουσιν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μύχατος — μύχατος, άτη, ον (Α) (μτγν. ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος] …   Dictionary of Greek

  • νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»