Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔντοσθε

См. также в других словарях:

  • ἔντοσθε — from within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντοσθε(ν) — ἔντοσθεν (Α) επίρρ. ένδοθεν, από μέσα, μέσα, εντός («τείχεος ἐξελθεῑν, ἄλλοι δ ἔντοσθε μένουσιν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἔντοσθ' — ἔντοσθε , ἔντοσθε from within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντοσθεν — ἔντοσθε from within nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… …   Dictionary of Greek

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • en1 —     en1     English meaning: in, *into, below     Deutsche Übersetzung: “in”     Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it).     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»