-
1 φρονέων
φρονέωto be minded: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
2 φρονέω
φρονέω (φρόνει; φρονέων; φρονεῖν.)1 be minded (in some way), c. n. adj. πιστὰ φρονέων with loyal heart O. 3.17 κακὰ φρονέων relentlessly P. 8.82μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
“ ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει” keep different moods for different times fr. 43. 5. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλῶσσᾳ τε λέγεσθαι think maiden thoughts Παρθ. 2. 34. c. subs., ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον (ὡς δεῖ περὶ τοῦ παρόντος φροντίζειν Σ.) N. 3.75 -
3 φρονέω
Aφρονέῃσι Od.7.75
: [dialect] Ep. [tense] impf.φρόνεον Il.17.286
,φρονέεσκον A.R.4.1164
: [tense] fut. (anap.), etc.: [tense] aor.ἐφρόνησα Hdt.1.60
, A.Eu. 115, etc.: [tense] pf.πεφρόνηκα Emp.103.1
, Isoc.5.124, D.S.18.66:—[voice] Pass., Arist.Xen. 980a9; imper. φρονείσθω v.l. for φρονεῖτε in Ep.Phil.2.5:—to be minded, either of reflection or of purpose: hence,I have understanding, be wise, prudent, rare in Hom., ἄριστοι.. μάχεσθαί τε φρονέειν τε best both in battle and counsel, Il. 6.79: but freq. in Trag. and [dialect] Att., [Ζῆνα] τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα A.Ag. 176
(lyr.);φρονούντως πρὸς φρονοῦντας ἐννέπεις Id.Supp. 204
, cf. 176; ;φρονεῖν οἶδεν μόνη Id.Tr. 313
; λίαν φ. to be over-wise, E.IA 924;φ. πλέον Pl.Hp.Mi. 371a
; understanding, prudence,S.
Ant. 1347 (anap.), 1353 (anap.);κράτιστοι φρονεῖν Antipho 2.1.1
;καὶ φ. καὶ συμπράττειν X.Cyr.5.5.44
;εἰδέναι καὶ φ. Pl.Alc.1.133c
;τὸ φ. καὶ τὸ νοεῖν Id.Phlb. 11b
;λέγειν τε καὶ φ. Id.Phdr. 266b
, cf. Isoc.4.50;τῷ φρονεῖν τε καὶ σωφρονεῖν Pl.Lg. 712a
; τὸ μὴ φρονοῦν, of an infant, A.Ch. 753;ἐπειδὴ τάχιστα ἤρχετο φ. Is.9.20
;ἡ φρονοῦσα ἡλικία Aeschin.1.139
: Com. of fish, full-grown,Ephipp.
21.3;ζῷον λογικὸν καὶ φρονοῦν Phld.Piet.15
: c. acc., φρονῆσαι τὰ κυριώτατα to be wise in respect of the most important matters, Id.Rh.2.35S.2 with Advbs., εὖ φρονεῖν think rightly,περί τινος Hdt.2.16
; to be sane (cf. infr. IV), E.Ba. 851, Ar.Nu. 817, Lys.19.41, etc.; ; , cf. El. 394, E.Or.99, al. (but εὖ φρ., also, to be well disposed, v. infr. 11.2); κακῶς, καλῶς φ., Od.18.168, S.OT 600, Ant. 557;ὀρθῶς φ. And.2.23
;ὀρθῶς φ. πρός τι A.Pr. 1000
; μῶρα, πλάγια φ., S.Aj. 594, E.IA 332 (troch.).3 think, Heraclit.113, Parm.16.3, Emp.108.2, cf. Arist.de.An.427a19; ὡς.., ὅτι .., S.Ant.49, OC 872;φρόνει νιν ὡς ἥξοντα Id.Tr. 289
; mean,ἄλλα φ. καὶ ἄλλα λέγειν Hdt. 9.54
;ἕτερα μὲν λέγων, ἕτερα δὲ φρονῶν Din.1.47
;ὁ μὴ λέγων ἃ φρονεῖ D.18.282
, cf.19.224.4 feel by experience, know full well,σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ' ἔστ', ἐμοὶ δ' ἄγαν φρονεῖν S.Aj. 942
, cf. OC 1741 (lyr.); πειρώμενος ὅ τι φρονέοιεν [τὰ μαντήϊα] to test the knowledge of the oracles, Hdt.1.46.II to be fain that.., c. acc. et inf., Il.3.98: c. inf., to be minded to do, 9.608, 17.286; without inf., οἱ δ' ἰθὺς φρόνεον [ἰέναι] were minded to go right on ward, 13.135, cf. 12.124; ᾗπερ δὴ φρονέω [τελέσαι] 9.310; of set purpose,S.
OC 271: in Prose, mean, intend, τοῦτο φρονεῖ ἡμῶν ἡ.. ἀγωγή this is what your bringing us here means, Th.5.85.2 freq. with neut. Adj.,a φ. τινί τινα to have certain thoughts for or towards any one, to be so and so minded towards him, πατρὶ φίλα φρονέων kindly minded towards him, Il.4.219, cf. Od.6.313, etc.;κακὰ φρονέουσι.. ἀλλήλοισιν Il.22.264
;τῷ ὀλοὰ φρονέων 16.701
;μαλακὰ φ. ἐσλοῖς Pi.N.4.95
;πιστά τινι Id.O.3.17
;φρονοῦντας ἄριστα αὐτοῖς Ar.Pl. 577
(anap.): with Advbs., εὖ φρονεῖν τισι (cf. supr. 1.2) Od.7.74, cf. A.Ag. 1436, etc.; φρονεῖς εὖ τοῖς ἠγγελμένοις you rejoice at them, Id.Ch. 774; alsoεἰς ὑμᾶς εὖ φ. And.2.4
;τισὶ καλῶς φ. SIG527.38
(Crete, iii B. C.);τοιαῦτα περί τινος φ. Isoc.3.60
: to be minded so and so, think or purpose such and such things,ἀγαθὰ φ. Il.6.162
, Od.1.43; φίλα φ. ib. 307;κακά 17.596
;τὰ φρονέεις ἅ τ' ἐγώ περ Il.4.361
; κρυπτάδια φ. to have secret purposes, 1.542; ἀταλὰ φ. to be gaily disposed, 18.567, Hes.Th. 989; πυκινὰ φ. have wise thoughts, be cunningly minded, Od.9.445; ἐφημέρια φ. think only of the passing day, 21.85;θεοῖσιν ἶσα φ. Il.5.441
;θνητὰ φ. S.Fr. 590
(anap.), E.Alc. 799; ;οὐ κατ' ἄνθρωπον φ. A.Th. 425
, S.Aj. 777;ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις ὑπὲρ ἄνθρωπον φ. X.Cyr.8.7.3
;μηδὲν ὑπὲρ τὴν πήραν φ. Luc. Tim.57
: alsoκαίρια φ. S.El. 228
(lyr.);σώφρονα Id.Fr.64
;οὐ τὰ ἄριστα φ. Th.2.22
;ἡ πόλις χεῖρον φ. Isoc.8.126
; τυραννικὰ φ. to have tyranny in mind, Ar.V. 507 (troch.); ἀρχαιϊκὰ φ. to have old-fashioned notions, Id.Nu. 821; τὰ τοῦ θεοῦ, τὰ τῆς σαρκὸς φ., Ev.Matt.16.23, Ep.Rom.8.5; also οὐ παρδάλιος τόσσον μένος ὅσσον Πάνθου υἷες φρονέουσιν the panther's courage is not so great as is the spirit of the sons of Panthus, Il.17.23.b esp. freq. in the phrase μέγα φρονεῖν to be high-minded, have high thoughts, to be high-spirited, Il.11.296, 13.156; of lions and boars, 16.758, 11.325, cf. X.Cyr.7.5.62; , cf. Lys.2.48, Isoc.4.132; in [dialect] Att., freq. in bad sense, to be presumptuous, ἐφ' ἑαυτῷ, ἑαυτοῖς μέγα φ., Th.6.16, X.HG7.1.27 (alsoμεγάλα φ. Ar.Ach. 988
; φ. ἐφ' αὑτῷ τηλικοῦτον ἡλίκον εἰκός .. D.21.62): with [comp] Comp., μεῖζον φ. to have over-high thoughts, X.An.5.6.8 (but simply, pluck up courage,ἐπὶ τῷ γεγενημένῳ Id.HG3.5.21
);φ. μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα S.Ant. 768
;μεῖζον τοῦ δέοντος Isoc.7.7
, cf. 6.34: rarely in pl.,μείζω τῆς δίκης φ. E.Heracl. 933
; with [comp] Sup.,οἱ μέγιστον φρονοῦντες Pl.Phdr. 257e
;ἐφ' ἱππικῇ X.Ages.2.5
; alsoμάλιστα φ. ἐπί τινι D.28.2
;ἐπὶ τοῖς προγόνοις οὐ μεῖον φ. X.Eq.Mag.7.3
, cf. Ap.24; take pride in,ἐπὶ παιδεύσει μέγα φρονοῦντες Pl.Prt. 342d
;φ. ἐπὶ τῇ ὥρᾳ θαυμάσιον ὅσον Id.Smp. 217a
; alsoφ. εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6
;περὶ τὸ γράφειν λόγους Aeschin.2.125
; μέγα φ. ὅτι .. X.Cyr.2.3.13;μέγα φ. ὡς εὖ ἐρῶν Pl.Smp. 198d
; μέγα φ. μὴ ὑπείξειν haughty in their resolution not to.., X.HG5.4.45: later φ. alone, = μέγα φ., φρονήσας ἐφ' αὑτῷ Paus. 1.12.5;διὰ τὸν πατέρα ἀξιώματι προέχοντα Id.4.1.2
: opp. σμικρὸν φ. to be poor-spirited, S.Aj. 1120;μικρὸν φ. Isoc.4.151
;μικρὸν καὶ ταπεινὸν φ. D.13.25
, etc.; ἧσσον, ἔλασσον φ. τινος, E.Andr. 313, Ph. 1128;φ. ἔλαττον ἢ πρότερον Isoc.12.47
, etc.;οὐ σμικρὸν φ. ἐς τὰς Ἀθήνας E.Heracl. 386
: alsoμετριώτερον πρὸς ἡμᾶς φ. X.Cyr.4.3.7
.c of those who agree in opinion, τά τινος φρονεῖν to be of another's mind, be on his side or of his party, Hdt.2.162, etc.;τὰ σὰ φ. Id.7.102
;εὖ φ. τὰ σά S.Aj. 491
; (troch.), cf. D.18.161; also ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα thinking like me, Il.15.50, cf. S.Ant. 374 (lyr.); τὠυτὸ or κατὰ τὠυτὸ φ. to be like -minded, make common cuase, Hdt.1.60, 5.3;ἐμοὶ φ. ξυνῳδά Ar.Av. 635
(lyr.): opp. ἀμφὶς φ. think differently, Il.13.345; ἄλλῃ φ. think another way, h.Ap. 469.III comprehend,γιγνώσκω, φρονέω Od.16.136
, al.: more freq. c. acc., to be well aware of.., τὰ φρονέουσ' ἀνὰ θυμόν, ἃ .. 2.116; οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσίν paying no heed to it, 14.82; φ. τὴν ἡμέραν pay regard to it, Ep.Rom.14.6; consider, ponder, Il.2.36, 18.4, al.IV to be in possession of one's senses, sts. almost = ζῆν, to be sensible, be alive, ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ' ἐλέησον, for ἔτι ζῶντα, Il.22.59;θανόντι δ', οὐ φρονοῦντι, δειλαία χάρις ἐπέμπετο A.Ch. 517
;ἐν τῷ φ. γὰρ μηδὲν ἥδιστος βίος S.Aj. 554
;μηδὲ ζῆν.., μηδὲ φρονεῖν Pl.Sph. 249a
; but also, to be in one's senses or right wits, φρονοῦντα, opp. μεμηνότα, S.Aj.82, cf. 344; ;φρονεῖς ὀρθὰ κοὐ μαίνῃ Id.Med. 1129
;ἐξεστηκὼς τοῦ φρονεῖν Isoc.5.18
;τὰ φαλάγγια τοῦ φ. ἐξίστησι X. Mem.1.3.12
; ;ἐγὼ νῦν φρονῶ τότ' οὐ φρονῶν E.Med. 1329
; φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς though in thy wits thou'rt nothing wise, Id.Ba. 332 (for εὖ φ. v. supr.1.2);ὁρώντων, φρονούντων, βλεπόντων ὑμῶν Aeschin.3.94
: ζῶν καὶ φρονῶν alive and in his right mind, freq. in Inscrr., IGRom.1.804 ([place name] Perinthus), etc.; ζῶν καὶ φρενῶν (sic) Jahresh.23 Beibl. 206 (ibid.), Rev.Arch.21 (1925).240 ([place name] Callatis);νοῶν καὶ φρονῶν Test.Epict.1.2
, PPetr.3p.4 (iii B.C.). -
4 ἐσλός
1-οῖσιν, -ά. ε̆σλ- O. 2.19
, O. 13.100, P. 3.66, N. 4.95; codd. often offer a v. l. ἐσθλ-.)1 adj., good, noblea of people.ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι i. e. men like Hieron P. 3.66 ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα (sc. Ὅμηρος)τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐσθλοὺς codd.) P. 10.69ἐσλοῦ Πέλοπος N. 2.21
ἐσλὸν Τήλεφον I. 5.41
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Calliergus: ἐς λόγον γε cod.) I. 8.60 πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.b of things, nobleἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλει δόμεν O. 8.84
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη P. 4.175
εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
2 subs.,a the nobleἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (Aristarchus: ἐσλός codd.) N. 1.24 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” (v. l. ἐσλὸς: ἀντὶ τοῦ ἐσλοὺς Σ.) N. 3.29μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι (Sylburg: δὲ ὅλοισιν codd.) fr. 121, cf. N. 8.22b of things, blessing, successτὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸνβαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (? m. pl.) N. 8.22ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἄργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
-
5 ἔφεδρος
ἔφεδρος the third member in a competition who waits to fight the winner among the others.1μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
-
6 κακός
a adj.,I wicked, slanderous ὀρφα-νίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός P. 4.283
II cowardly γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [μαξρ; χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (sc. κρέσσον, simm.) fr. 169. 17.b n. pro subs.,I s., ill, evil, plagueἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες P. 2.76
ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
“ μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (v. l. - άσῃς) P. 4.155 οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο wickedness fr. 226.II pl., sorrowsπαυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν I. 8.7
c n. pl. pro adv. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι κακὰ φρονέων malevolent of a wrestler P. 8.82 -
7 μαλακός
1 soft, gentle μαλακαῖς ἐπαοι-δαῖς P. 3.51
μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα (sc. Ἀπόλλωνα) P. 4.271ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44
μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα of girls' hands Παρθ. 2. 7. n. pl. pro adv., μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (Er. Schmid: μαλθακά codd.: with gentle disposition towards the noble) N. 4.95 -
8 μέν
1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75
οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
μαντεύσατοδ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32
Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60
( ὄρος)τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30
πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72
δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53
ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120
( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).τῶν μὲν κλέος P. 4.174
Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61
( Αἰακὸν)τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24
( Ἀχιλεύς)τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56
( καὶ κεῖνος)τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
cf. fr. 140b. 16.b emphasising adv., esp. temporal.νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65
μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
σάμερον μὲν χρή P. 4.1
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25
ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11
( Διόσκουροι)μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” I. 8.38c emphasising verb.ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279
d where the balancing thought is,I suppressed.παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
πρῶτον μὲν fr. 30. 1.II not expressed in coordinated clause.ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
τοὺς μὲν ὦν P. 3.47
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77
“ ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14
]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3
ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.g γε μέν, v. 4.2 μέν δέ.a where sentences are opposed.ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84
θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57
παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65
τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44
τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8
κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15
—8.νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63
—5.τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67
τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86
“ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.116μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23
ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1
—9.ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
—1.ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.b where sentences are joined.ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25
— 30.Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48
—9.τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41
κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.αὐτὰ δὲ O. 7.49
—50.Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45
—7.εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93
—4.ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283
—4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸςαἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15
—20.πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25
—8.τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55
—6.τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64
ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118
—9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44
—5.καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53
—4.χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28
—9.τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19
—21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.c where subordinate clauses are joined.εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42
ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64
—5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2
—3.τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21
—2.τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25
—6. ( πάρφασις)ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34
d where parts of sentences are opposed or joined.ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
—9.τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
—6.Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85
ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3
τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27
—8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δ” N. 10.87—8.ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41
κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.e explicative, distributive.ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72
γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38
, cf. O. 13.58, P. 2.48διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179
Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1
φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰνλαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55
“ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83
—5.ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30
I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δ — O. 10.64ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125
—6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.ἀγωνίας δ P. 5.109
—113.ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13
—6.ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48
μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7
—11.ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30
—4.τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37
—41.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2
σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111
—3.Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3
πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37
—41.τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48
δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8
—12.ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51
τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97
—100.τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43
Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32
τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55
ἀλλὰβροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29
ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
, cf. P. 3.51h with anaphora.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14
πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27
ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3
—4.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6
—7.χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7
—8.ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22
ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.i where the μέν cl. has concessive force.σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
cf.μὲν ἀλλά P. 4.139
; P. 6.23k indicating comparison.λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39
l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13
οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲνφωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66
ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11
οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52
—5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6
—7.ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48
—9 cf. N. 9.48ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11
“λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” I. 6.47—9.μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25
—6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.m μέν δέ combined with other particles.Iμὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10
cf. O. 1.111II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33
n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.3 μέν balanced with particles other than δέ.a μέν ἀλλά lang=greek>Iτὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22
ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” P. 4.139ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46
—52, cf. fr. 106.II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19
—24.b μέν τε.Iχαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88
ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69
τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31
ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39
ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
ἦ μὰν ἀνόμοιά γεδᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30
—1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14
—6.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4
κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249
—51.III irregularly coordinated.ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14
αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37
ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),ἀγωνίας δ P. 5.109
—13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]cμὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
d μὲν αὖτε. ( θεός)ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. I. 6.3—7.eμέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168
Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83 -
9 παλίγκοτος
-
10 πιστός
a trusty, loyal, sure of people.καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
Iὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8
( δόνακες)πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ N. 9.16
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2.. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: - οτάταις ὁδοῖς codd.: - οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.II credibleἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent O. 3.17d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. - ον m. s.) N. 8.44 -
11 τραχύς
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)1 rougha of thingsλίθῳ τραχεῖ O. 8.55
τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.10
νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. P. 8.10 cf.εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready N. 7.76 -
12 δολοφρονέων
A planning craft, wily-minded, Il.3.405, Od.10.339, Archil. 93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοφρονέων
-
13 μαλακός
A soft:I of things subject to touch,εὐνή Il.9
. 618;κώεα Od.3.38
;τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο 4.124
;χιτών Il.2.42
, PSI 4.364.5 (iii B.C.);πέπλοι Il.24.796
; νειὸς μ. fresh-ploughed fallow, 18.541; λειμῶνες μ. soft grassy meadows, Od.5.72, cf. Il.14.349;πόας ἄνθος Sapph.54
;τάπητες.. -ώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
; of the skin or flesh,μ. παρειαί S.Ant. 783
(lyr.); (anap.);σώματα X.Mem.3.10.1
; πρόβατα μ. soft-fleeced, D.47.52; τόποι πεδινοὶ καὶ μ., opp. hard, rugged ground, Arist.HA 607a10; οἱ κρημνοὶ οἱ μ. ib. 615b31;μ. πέτρα SIG970.8
(iii B.C.), PPetr.2p.6 (iii B.C.); μ. τέφρα a slow fire, Ph.Bel.89.36; soμ. πῦρ Androm.
ap. Gal.13.26;μ. ἀνθρακιά Dsc.2.76
; ὕδωρ μ., of marsh water, A.Fr.192.8 (anap.), Pl.Ti. 59d (cf. μαλθακός); of soil, X.Oec.19.8, Pl.Criti. 111b. Adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, εὑδέμεναι, to sleep softly, i.e. on soft bedding, Od. 3.350, 24.255;μαλακώτατα καθεύδειν X.Mem.2.1.24
; καθίζου μ. sit softly, i.e. on a cushion, Ar.Eq. 785;ὑποστορεῖτε μ. τῷ κυνί Eub.90
, cf. 108; but ὡς μ. ἐσθίεις what dainty food you have! Thphr.Char.2.10.2 μαλακά (sc. σκεύη), τά, household utensils, Men.Per.Fr.3, Diph.19.II of things not subject to touch, gentle,θάνατος Od. 18.202
;ὕπνος Il.10.2
;κῶμα 14.359
; μ. ἔπεα soft, fair words, 1.582, 6.337;λόγοι Od.1.56
;ἐπαοιδαί Pi.P.3.51
;παρηγορίαι A.Ag.95
(anap.);αὖραι X.Oec.20.18
; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar. Pl. 1022;μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Pi.N.4.95
; μ. οἶνος mild, Arist.Pr. 873b34; μ. [φωνή] soft, Id.Aud. 803a8 ([comp] Comp.); of scent, faint, delicate, Thphr.HP6.7.4; of climate, mild, ib.6.8.1. Adv.μαλακῶς, αὐλεῖν Arist.Aud. 803a20
;ἐὰν τὰ σκληρὰ μ. λέγηται Id.Rh. 1408b9
.III of persons or modes of life, soft, mild, gentle, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to handle, of a fallen hero, Il.22.373;ἐκ τῶν μ. χώρων μ. ἄνδρας γίνεσθαι Hdt.9.122
; -;ἀρνίου -ώτερος Philippid.29
; -ώτερον τὸ ἦθος τὸ τῶν θηλειῶν Arist.HA 608a25
;ἀρρένων καὶ μ. ἠθῶν καὶ πράξεων Phld.Mus.p.92
K.2 in bad sense, soft,μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Th.2.18
;μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Id.8.29
;πρὸς τὸ πονεῖν X.Mem.1.2.2
. Adv. -κῶς, ξυμμαχεῖν Th.6.78
; - ωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Id.8.50;μ. φιλεῖν X.Mem.3.11.10
.b faint-hearted, cowardly, Th.6.13, X. HG4.5.16 ([comp] Comp.), etc.c morally weak, lacking in self-control, Hdt.7.153 ([comp] Comp.);ἀντίκειται τῷ μ. ὁ καρτερικός Arist.EN 1150a33
: c. inf., ;τὸ τρυφῶν καὶ μ. Ar.V. 1455
(lyr.); μ. οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from weakness or want of spirit, Hdt.3.51, 105, Ar.Pl. 488; τὰ μ. indulgences, Epich.288, cf. X.Cyr.7.2.28.d = παθητικός, PHib.1.54.11 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.6.9, Vett.Val.113.22, D.L.7.173.e of music, soft, effeminate,μ. ἁρμονίαι Pl.R. 398e
, 411a, cf. Arist.Pol. 1290a28; tuned to a low pitch, opp.σύντονος, χρῶμα μ. Cleonid.Harm.7
, etc.f of style, feeble,τὸ -ώτερον καὶ ταπεινότερον Phld.Rh.1.197
S.g of reasoning, weak, loose,λόγος Isoc.12.4
([comp] Comp.), cf. 5.149 ([comp] Comp.);λόγος λίαν μ. Arist.Metaph. 1090b8
. Adv. -κῶς, συλλογίζεσθαι to reason loosely, Id.Rh. 1396b1 ([comp] Comp.);ἀποδεικνύειν -ώτερον Id.Metaph. 1025b13
.3 weakly, sickly, - κῶς ἔχειν to be ill, Hermipp.58, Ps.-Hdt. Vit.Hom.34, Luc.DDeor.9.1; -κῶς διάκειται PCair.Zen.263.3
(iii B.C.).IV Adv. - κῶς, v. supr. I, II, III.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακός
-
14 νηπίαχος
A childish, infantine, Il.2.338, 6.408, 16.262, Lyr.Alex.Adesp.36.13 (Mesom.(?)); ;νηπίαχα φρονέων Opp.H.5.403
; of animals, Id.C. 1.444, al.: as Subst. νηπίαχος, ὁ, child, IG12(7).445 ([place name] Amorgos), Opp. C.3.211.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηπίαχος
-
15 φιλοφρονέομαι
φῐλοφρον-έομαι, [tense] fut. ήσομαι, Luc.Tim.48, etc.: [tense] aor. ἐφιλοφρονησάμην and -φρονήθην, v. infr.: ([etym.] φιλόφρων):—A treat or deal with kindly, show favour to, τινα Hdt.3.50, Pl.Lg. 738d, al.;τὰ ἄγρια ὄντα τῶν θηρίων Gal.19.211
; φ. τινὰ τῇ δικέλλῃ salute him with a blow of the mattock, Luc. l. c.; alsoφ. περί τινα Epicur.Ep.2p.35U.
; φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους greet or embrace one another, X.An.4.5.34 (so in [tense] aor. [voice] Pass.φιλοφρονηθῆναι Id.Cyr.3.1.40
): metaph., ἤθη κακὰ φ. embrace bad habits, Pl.Lg. 669c: also,2 c. dat., φιλοφρονήσασθαί τινι show a favour to one, X.Cyr.3.1.8, Oec.4.20; πρὸ ἅπαντας, πρὸς τοὺς Ἕλληνας, D.S.16.89,91: metaph., φ. θυμῷ indulge passion, Pl.Lg. 935c.3 abs., to be of a kindly, cheerful temper, X.Ap.7; show a favour,τοῖς -ησαμένοις εὐχαριστεῖ Phld.Herc.1251.22
.III [voice] Act. φιλοφρονέων is found in D.S.27.4, but is f.l. for φίλα φρονέων in Od.16.17; soφιλοφρονοῦσι Plu.2.750d
(leg. φίλα φρονοῦσι), and φιλοφρονεῖν v.l. for φιλοπραγμονεῖν in Nicostr. ap. Stob.4.22.102; [ per.] 2sg. imper. φιλοφρό[ νει] is restd.in SIG 1268 ii 2 ([place name] Miletopolis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοφρονέομαι
-
16 ἰθύς
Aἰθέα Hdt.2.17
, Eus.Mynd.63 (but ἰθείης, ῃ, αν are prob. in oblique cases)<*> [comp] Comp. ἰθύντερος Hdn.Gr.2.927: [comp] Sup. ἰθύντατος or - ύτατος (v. infr.):—[dialect] Ion. and [dialect] Ep. form of [dialect] Att. εὐθύς:1 straight, used by Hom. in this sense only in Adv. ἰθύς (infr. 11); ἰθείῃ τέχνῃ straightway, forthwith, Hdt.9.57;ἰθέα ὁδός Id.2.17
; ἰθεῖαν (sc. ὁδόν) straight on, Id.7.193; ἐκ τῆς ἰθείης outright, openly, Id.2.161, al.;ἰ. ἀτραπός Nic.Th. 265
, cf. AP10.3;ἰθύντατον ἴχνος D.P.651
;γραφίδες ἰθύταται AP6.63
(Damoch.); ἰθύτατον ὄρος steepest, App.Hisp.1.2 in moral sense, straight-forward, just, εἰ δ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς δικάσω,.. ἰθεῖα γὰρ ἔσται [ἡ δίκη] Il.23.580;ἰθείῃσι δίκῃσιν h.Cer. 152
, Hes.Th.86, cf.Op.36; opp. σκολιαὶ δίκαι, ib. 224: in [comp] Sup. Adv., δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν to give judgement the most fairly, Il. 18.508; laterοὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν Thgn.535
;πρήξιες ἰθύτεραι Id.1026
;Δίκα ἰθεῖα B.14.54
;ἰθύς τε καὶ δίκαιος Hdt.1.96
; λόγος ἰ ib. 118.II ἰθύς, or less freq. ἰθύ, as Adv., straight at, mostly c. gen. objecti,βῆ ῥ' ἰθὺς Διομήδεος Il.5.849
, cf. 16.584; ἰθὺς κίεν οἴκου went straight towards the dwelling, 24.471, cf. Od.15.511;ἰθὺ βέλος πέτετ' οὐδ' ἀπολήγει Il.20.99
;ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου Hdt.4.89
; , cf. 6.95, al.; ;ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἔκιον Il.12.137
;ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης Hdt.5.64
.2 abs., ἰθὺς φρονέων resolving to go straight on, Il.12.124, cf. 13.135;ἰθὺς μεμαώς 11.95
, etc.; of a bird's flight, SIG1167.7 (Ephesus, vi B.C.); ἰθὺς μαχέσασθαι to fight face to face, Il.17.168;μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον 5.506
; also τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ (v.l. πρὸς ἰθύν, cf. sq.) he fronted him face to face, 14.403; κατ' ἰθὺ γούνασιν opposite, i.e. vertically below, the knees, Hp.Off.3; of Time, straightway, Hdt.3.58.3 regul. Adv.ἰθέως Id.2.121
.β, al.;πλέειν ἰθέως ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον Id.8.108
.------------------------------------1 ἀν' ἰθύν,= against, πρὸς ῥόον ἀΐσσοντος ἀν' ἰθύν against the stream, Il.21.303; ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο in throwing straight upwards, Od. 8.377; πρὸς ἰθύν v.l. in Il.14.403.2 enterprise,οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ' ἰθύν Od.4.434
; ; γυναικῶν γνώομεν ἰθύν their mood, designs, Od.16.304; ἐμὴν ἰ. dub. in h.Ap. 539. -
17 ὅστε
ὅστε, ἥτε, ὅτε (also written divisim), in Hom. also [full] ὅ τε as masc., Il.17.757: ([etym.] ὅς, τε):—A who, which, like the simple ὅς or ὅστις, freq. with a generalizing force (τε is however sts. otiose, as in ὅτε, ὥστε, οἷός τε, ἐπεί τε, etc., v. τε B. 1), Od.14.221, etc.: neut. pl.τά τε Il.5.481
, etc.: pl. fem.τάς τε 11.554
: used also in Pi.P.2.39, al., and lyr. passages of Trag. (A.Pers.16, Ag.49, Ch. 615, S.El. 151, Tr. 824, E.Hec. 445), but very rare in trim., A.Pers. 297, 762,Eu.25, 1024 ; and in Prose only in special forms, such as ἅτε, ἐφ' ᾧτε :—rarely with antec. expressed, θεάων τάων, αἵ τ' .. Il.5.332 ; τῷ ἴκελος, ὅν τ' .. 24.758 ;τά τε φρονέων, ἅ τ' ἐγώπερ Od.7.312
.—Not to be confounded with ὅς τε, and who, Il.2.365, Od.3.185,al.3 freq. folld. by περ, τά τε στυγέουσι θεοίπερ Il.20.65
. -
18 δολοφρονέων
δολο - φρονέων, - έουσα: devising a trick, artful-minded.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολοφρονέων
-
19 ἐυφρονέων
ἐυ-φρονέων: well meaning and well judging, with good and wise intent, always ἐυφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐυφρονέων
-
20 ἀταλός
Grammatical information: adj.Meaning: `tender, delicate' (Il.).Derivatives: Denom. verb ἀτάλλω (pres. only) `skip in childish glee', trans. `bring up (a child)' (Il.); ἀτάλματα παίγνια H. - With internal reduplication (Schwyzer 648) ἀτιτάλλω `rear, tend' (Il.); aor. ἀτίτηλα· ἀτιτάλτας `foster father' (Gortyn).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Very extensive discussion in DELG. Leumann Glotta 15, 153ff. and Hom. Wörter 139ff. derives ἀταλός from the expression ἀταλὰ φρονέων, which arose from analysis of ἀταλαφρονέων. This again is based on ἀταλάφρων, and this again is the negation of ταλάφρων. Although it explains the composition vowel α, the whole is too complicated. Cf. Bolling, Lang. 27, 74 and Förstel, Glotta 48 (1970) 166f. - Derivation from ἄττα (Chantr., Benvenist, Instit. 2, 85ff.) seems also improbable. - Remains just an adj., ἀταλός, of unknown origin, with a verb `treat tenderly'. Fur. 262 compares ἀζαλαί νέαι καὶ ἀπαλαί and concludes to a subst. word (which is in itself probable), but the comparison is uncertain.Page in Frisk: 1,176Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀταλός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φρονέων — φρονέω to be minded pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… … Dictionary of Greek
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
νηπίαχος — νηπίαχος, ον (Α) 1. νηπιώδης 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νηπίαχος το νήπιο 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού νήπιος + κατάλ. αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα,… … Dictionary of Greek
ā̆l-3 — ā̆l 3 English meaning: to wander, roam Deutsche Übersetzung: “planlos umherschweifen, irren; also geistig irre sein” Material: Gk. ἄλη “the vagrancy, the wandering about “, ἀλάομαι (horn. Pf. ἀλάλημαι), ἀλαίνω “ wanders about “*,… … Proto-Indo-European etymological dictionary