-
1 ταλάφρων
ταλάφρωνmasc /fem nom /voc sg -
2 ταλάφρων
A = ταλασίφρων, Il.13.300, Opp.H.3.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλάφρων
-
3 ταλάφρων
ταλά-φρων = ταλασίφρων, Il. 13.300†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλάφρων
-
4 ταλάφρονα
ταλάφρωνmasc /fem acc sg -
5 ἀταλός
Grammatical information: adj.Meaning: `tender, delicate' (Il.).Derivatives: Denom. verb ἀτάλλω (pres. only) `skip in childish glee', trans. `bring up (a child)' (Il.); ἀτάλματα παίγνια H. - With internal reduplication (Schwyzer 648) ἀτιτάλλω `rear, tend' (Il.); aor. ἀτίτηλα· ἀτιτάλτας `foster father' (Gortyn).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Very extensive discussion in DELG. Leumann Glotta 15, 153ff. and Hom. Wörter 139ff. derives ἀταλός from the expression ἀταλὰ φρονέων, which arose from analysis of ἀταλαφρονέων. This again is based on ἀταλάφρων, and this again is the negation of ταλάφρων. Although it explains the composition vowel α, the whole is too complicated. Cf. Bolling, Lang. 27, 74 and Förstel, Glotta 48 (1970) 166f. - Derivation from ἄττα (Chantr., Benvenist, Instit. 2, 85ff.) seems also improbable. - Remains just an adj., ἀταλός, of unknown origin, with a verb `treat tenderly'. Fur. 262 compares ἀζαλαί νέαι καὶ ἀπαλαί and concludes to a subst. word (which is in itself probable), but the comparison is uncertain.Page in Frisk: 1,176Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀταλός
См. также в других словарях:
ταλάφρων — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
ταλάφρονα — ταλάφρων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. ο ταλάφρων* («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων] … Dictionary of Greek
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
ταλαίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταλάφρων … Dictionary of Greek
ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek