-
21 χρέος
χρέος, τό [dialect] Ep. [full] χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): [dialect] Att. [full] χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt. 267a, Lg. 958b): gen.A (troch., s. v.l.),χρέους Lys.17.5
codd.,χρέως D.49.18
(and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in [dialect] Ep. forms:—pl., nom. and acc. ,χρέᾱ Ar.Nu.39
, 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen.χρεῶν Ar.Nu.13
, 117, Pl.R. 566a, etc.; [dialect] Ep. ( χρεέων cj. Rzach); [dialect] Ep. dat.χρέεσι Man. 4.135
;χρήεσσι A.R.3.1198
: ([etym.] χράομαι, χρή):I that which one needs must pay, obligation, debt,Ἄρης.. χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353
, cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'·.. πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt,αὐτὸς ἔτεισε.. χρέος Thgn.205
; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC 235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu. 117, Pl.Plt. 267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140;χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2
;τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15
; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v.τίθημι A. 11.7
fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic);ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48
: pl., debts, Hes.Op. 647, Ar.Nu.13, etc.;χρειῶν λύσις Hes.Op. 404
;χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15
;χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42
; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg. 958b;τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46
(Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 ([voice] Pass.);πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10
, D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.2 metaph., the debt that all must pay, fate, death,οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25
;τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8
; alsoἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax. 367b
; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.II in Poets, business, affair, matter,ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409
, cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp. 374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib. 472, cf. S.OT 156 (lyr.);πᾶν ὃ θέλεις.. χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53
: c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec. 892.2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC 251 (lyr.);ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or. 150
(lyr);τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr. 1011
(lyr.);τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF 530
, cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc. 138, A.R.3.189, Arat.343.IV duty, task, charge, office,ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45
, cf. 7.40;οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers. 777
, cf. Th.20;τὸ σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος S.El.74
, cf. E.Or. 1253 (lyr.), IT 883 (lyr.).V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr. 337.VI anything useful or serviceable, Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος ( = χρέους)διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14
, cf. 11, GDI5100.11 ([place name] Malla).2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31. -
22 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
23 διά
1 prep. c. acc.a on account ofπολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.20
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.6
b through (the midst of)παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23
c through, by the agency of κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν ( τῇ τῶν θεῶν εὐμενείᾳ. Σ. cf. v. 6.: = ἕκατι Wil., SBB, 1909, 828̆{1}) I. 5.112 prep. c. gen.a through of movementχερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel, qui διερκέων legi posse putat) fr. 169. 29.b throughout, in, amongμηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἀμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος O. 1.6
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5.c through, by means ofαὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
3a in tmesis. διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι v.διαδατέομαι O. 7.75
b fragg. < δια> e Σ supp. Snell Πα. 1. 1. ]ας δἰ αἰθ[ερ dub. P. Oxy. 2445. 5. -
24 ἔρχομαι
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)1 go, come1 of people.a c.ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43
εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60
μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“ ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.30 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” P. 4.44καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125
“ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204
ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212
ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24
b c. dat.ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22
ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice P. 5.14 μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant N. 7.692 of things,a c. dat. pers.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39
ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
b c. prep.ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198
χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10
μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδεςπολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.4 fragg.ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9
]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8. -
25 κοσμέω
A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; :—[voice] Pass., ; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population,διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655
; once in Od., of hunters,διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157
:—[voice] Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh. 662;τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26
, cf. Pl.Phdr. 247a;ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31
.2 generally, arrange, prepare,δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13
;κ. ἀοιδήν η Bacch.59
; ;στέφανον E.Hipp.74
;τράπεζαν X.Cyr.8.2.6
;εἰς τάφον λέβητα S.El. 1401
:—[voice] Pass.,δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22
; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως .. Democr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.II order, rule,τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59
, cf. S.Aj. 1103;Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr. 723
(anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46;τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100
;τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97
c:—[voice] Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant. 677: [tense] pf.part., of persons, orderly,ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg. 716a
;τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504
a.2 in Crete, hold office of ,οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol. 1272a35
, cf. Plb.22.15.1; Cret. [full] κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72;κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180
;τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19
;τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6
: c. dupl. acc., (Phrygia, iv A. D.):—freq. in [voice] Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209;κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph. 1359
; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—[voice] Pass.,χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65
;παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1
;ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40
; d, cf. S.Ph. 1064, Th.6.41, etc.2 metaph., adorn, embellish, ; c;τραγικὸν λῆρον Ar.Ra. 1005
; κ. ἔργον ἄριστον ib. 1027;τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26
;λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27
;αὑτὸν λόγοις Pl.La. 196
b, cf. 197 c;ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21
; τὸν.. τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—[voice] Pass.,ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52
M.3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El. 1139;κ. τάφον Id.Ant. 396
; ;κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3
; of persons, adorn, be an honour to,πατρίδα Thgn.947
;νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46
;Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3
; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42
.IV [voice] Pass., to be assigned, ascribed to,ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91
;ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41
; esp. of philosophic schools,κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231
;οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77
. -
26 ἀποβλέπω
A- βλέψομαι Luc.Somn.12
, etc., but : [tense] pf.- βέβλεφα Antip.Stoic.3.254
codd. Stob.:—[voice] Med., [tense] pres., Luc.VH2.47 (v.l.): [tense] aor., Sch.Od.12.247:—[voice] Pass., Ar.Ec. 726:— look away from all other objects at one, gaze steadfastly,ἐς ἐμέ Hdt.7.135
; , cf. Pl.Chrm. 162b, al.; ;ἐς μίαν τύχην Id.Hel. 267
;πρὸς τὸ Ηραιον Hdt.9.61
, cf.Pl.R. 431b; , Phdr. 234d, al.2 pay attention to, regard,ἐς τὸ κακόν Ar.Ra. 1171
;πρὸς τὰ κοινά E.Supp. 422
;εἰς τὰ πράγματα ἀ. φαύλως ἔχοντα D. 2.29
;εἰς τὸ κέρδος μόνον Demetr.Com.Vet.4
;εἰς τὴν μισθαποδοσίαν Ep.Hebr.11.26
; ;κατάτι Luc.DMort.18.1
; ,al.;εἰς τὰ πράγματα καὶ πρὸς τοὺς λόγους ἀ. D.3.1
: c. acc., Thphr.Vert.8, Plu.Luc.26, etc.3 of places, etc., look, face in a particular direction,πρὸς ὁδόν D.C.76.11
(of a statue);Ρήνου προχοάς AP9.283
(Crin.);ἐπὶ τὴν ἀνατολήν J.AJ11.5.5
.4 look upon with love, wonder or admiration, look at as a model, c. acc.,οὐ χρὴ.. μέγαν ὄλβον ἀ. S.Fr. 593
;ἀ. τινά Luc.Vit.Auct.10
, cf. D.19.265;προϊόντα ἴσα θεῷ ἀπέβλεπον Philostr.VA5.24
; more freq. with a Prep.,εἰς ἔμ' Ελλὰς.. ἀ. E.IA 1378
;ἡ σὴ πατρὶς εἰς σὲ ἀ. X.HG6.1.8
,cf. Th.3.58; ([place name] Ephesus); soἀ. πρός τινα E.IT 928
, X.Mem.4.2.30, Thphr.Char.2.2; of a vain person,ἀ. εἰς τὴν ἑαντῆς σκιάν X.Mem.2.1.22
; of entire dependence,πάντα ἀ. εἰς τὸν ἐραστήν Pl.Phdr. 239b
;εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν X.An. 7.2.33
; look longingly,ἐς τὸν ἀγρόν Ar.Ach.32
:—[voice] Pass., to be looked up to, Id.Ec. 726, Aeschin.Socr.Fr.56D.;ὡς εὐδαίμων ἀ. Luc.Nigr. 13
, cf.Somn.11.II look away, D.Chr.21.13: c.gen., Philostr.Im.1.1; ἀ. ἀπ' ἀμφοτέρων face both ways, dub. in X.HG2.3.31; ἀπὸ τοῦ συμφέροντος Antip.l.c.III [voice] Med., look at each other,ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλέπω
-
27 οὖρος
------------------------------------οὖρος (ὁ)1 guardianἈχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
------------------------------------1 breezeναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.292
esp. met.,λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28
ὄφρα Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
------------------------------------v. ὄρος -
28 πρόβατον
a pl. cattle προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα (Leonicus: πρὸ πάντων codd. Plutarchi) *fr. 104b. 1.*b horse τραπεζαν προβάτων ( ἀντὶ τῆς φάτνης Σ: cf. fr. 316 Schr.) fr. 169. 28. test., Aristoph. Byz., fr. 42. Nauck, οὕτω δέ που, φησί, καὶ ἐπὶ τοῦ Πηγάσου ποιεῖ (sc. Πίνδαρος) Sequitur Pegasum a Pindaro πρόβατον appellatum esse fr. 317. -
29 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
30 αἰσχύνω
αἰσχύνω [pron. full] [ῡ]: [dialect] Ion. [tense] impf. αἰσχύνεσκε ([etym.] κατ-) Q.S.14.531: [tense] fut.A , [dialect] Ion.- υνέω Hdt.9.53
: [tense] aor.ᾔσχῡνα Il.23.571
, Lys.1.4, etc.: [tense] pf.σχυγκα D.C. 58.16
:—[voice] Pass., [tense] fut.αἰσχῠνοῦμαι A.Ag. 856
, Ar.Fr. 200, Pl. Ti. 49d, etc., rarely αἰσχυνθήσομαι (v. sub fin.): [tense] aor.ᾐσχύνθην Hdt.
and [dialect] Att., poet. inf.αἰσχυνθῆμεν Pi.N.9.27
: [tense] pf. ᾔσχυμμαι (v. infr. B. I):—make ugly, disfigure, πρόσωπον, κόμην, Il.18.24, 27, cf. S.Ant. 529; αἰ. τὸν ἵππον give the horse a bad form, X.Eq.1.12.2 mostly in moral sense, dishonour, tarnish,μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
, cf. 23.571;τὴν Σπάρτην Hdt.9.53
;ξενίαν τράπεζαν A.Ag. 401
;τοὺς πρὸς αἵματος S.Aj. 1305
;τοὺς πατέρας Pl.Mx. 246d
.b esp. dishonour a woman, E.El.44, cf. Plu.Marc.19, etc.; ; εἰς τὸ σῶμα αἰ. Arist.Pol. 1311b7; abs., Foed. Delph.Pell.2A 12.B [voice] Pass., to be dishonoured, νέκυς σχυμμένος, of Patroclus, Il. 18.180.2 more commonly, to be ashamed at a thing, c. acc. rei,αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν Od.21.323
;τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰ. S.OT 1079
: c. dat. rei, Ar.Nu. 992, Lys.3.9, D.4.42, etc.;αἰ. ἐπί τινι X.Mem.2.2.8
;ἔν τινι Th.2.43
;ὑπέρ τινος Lys.14.39
;περί τινος 33.6
. etc.b c. part., to be ashamed at doing a thing (which one does), A.Pr. 642 (v.l.), S.Ant. 540, Ar.Fr. 200, Pl.Grg. 494e, etc.c c. inf., to be ashamed to do a thing (and therefore not to do it), Hdt.1.82, A.Ag. 856, Ch. 917, Pl.R. 414e, Phdr. 257d, etc.; though this condition must not be pressed absolutely, cf. Ap. 22b.d foll. by relat. clause, αἰσχύνεσθαι εἰ.. to be ashamed that.., S.El. 254, And.4.42;ἐάν.. X.Oec.21.4
;μὴ.. Pl.Tht. 183e
, cf. Machoap.Ath.13.579f;ὅτι.. Lys.2.23
.3 c. acc. pers., to feel shame before one, E. Ion 934, 1074, Pherecr.23.6, Pl.Smp. 216b; τοὺς γέροντας (at Sparta) Aeschin.1.180; ὅστις γὰρ αὐτὸς αὑτὸν οὐκ αἰσχύνεται, πῶστόν γε μηδὲν εἰδότ' αἰσχυνθήσεται; Philem.229, cf. Gal. 5.26: c. acc. et inf., E.Hel. 415;ᾑσχύνθημεν θεοὺς.. προδοῦναι αὐτόν X.An.2.3.22
;αἰσχύνομαι ὑμᾶς λέγειν D.40.48
;αἰ. πρός τινα Arist.Rh. 1383b12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχύνω
-
31 εἰσάγω
Aἐσάγεσκον Hdt.1.196
: [tense] pf. - αγήοχα Epist. Philipp. ap. D.18.39: [tense] pf. [voice] Pass.ἐσῆγμαι Hdt.2.49
:— lead in or into, esp. into one's dwelling, introduce, c. dupl.acc.,αὐτοὺς εἰσῆγον θεῖον δόμον Od.4.43
; Κρήτην εἰσήγαγ' ἑταίρους he led his comrades to Crete, 3.191;ἐς. τινὰ ἐς.. Hdt.1.196
, etc.: c. dat.,τινὰ δόμοις E.Alc. 1112
codd.;εἰ. ψυχᾷ χάριν Id.Hipp. 526
(lyr.); ὅταν σε καιρὸς εἰσάγῃ, = ὅταν καιρὸς ᾖ σὲ εἰσιέναι, S.El.39;νὺξ εἰ. πόνον Id.Tr.29
:—[voice] Med., admit forces into a city, Th.8.16, 108; take in with one, introduce into a league or conspiracy,Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφρένεα Hdt.3.70
:— [voice] Pass.,τὴν θερμότητα εἰσάγεσθαι εἰς τοὺς πόρους Thphr.Ign.38
.2 ἐσαγαγεῖν or ἐσαγαγέσθαι γυναῖκα to lead a wife into one's house, Hdt. 5.40,6.63.3 bring in,σῖτον Th.4.26
; import,οἶνον Ἀθήναζε κατ' ἐμπορίαν D.35.35
:—[voice] Med.,εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι X.Ath.2.3
, cf.D. 18.145;εἰ. ὧν ἐνδεεῖς Arist.Pol. 1257a32
:—[voice] Pass., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγ. imports and exports, Id.Rh. 1359b22, cf. Hdt.3.6, SIG37 (Teos, v B.C.).4 εἰ. εἰς τοὺς φράτερας introduce a child to the members of one's φρατρία, Lys.30.2 ([voice] Pass.), Is.3.75, cf. D.57.54;εἰς Κήρυκας And.1.127
;εἰ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a8
; τινὰς ἐς σπονδάς secure their adhesion, Th.5.35; ἰατρὸν εἰσάγειν τινί call in a physician for another, X.Mem.2.4.3, cf. D.47.67:—[voice] Med., of the physician himself when ill,εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατρούς Arist.Pol. 1287a41
.5 introduce new customs, Hdt.2.49 ([voice] Pass.);τελετὰς πονηράς E. Ba. 260
; ; ; εἰ. τὰ εἴδη the doctrineofideas, Arist.EN 1096a13; .6 δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, for δ. ἆγον εἰς αἶσαν, A.Ch.77(lyr.).II bring in, bring forward, esp. on the stage,χορόν Ar.Ach.
II;Ἥραν ἠλλοιωμένην Pl.R. 381d
; , cf. Luc.Hist.Conscr.58; of an orator,εἰ. σεαυτὸν ποιόν τινα Arist.Rh. 1417b7
; represent in art, Corn.ND28, al. ([voice] Pass.).3 aslaw-term, εἰ. δίκην or γραφήν to bring a cause into court, of the prosecutor, A.Eu. 580, 582, cf. D.24.10, PHal.1.125, etc.;ὑπόθεσιν OG1669.41
(Egypt, i A.D.); also of the εἰσαγωγεύς II, Antipho6.42, IG12(7).3.40 ([place name] Arcesine), etc.; οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν Ἡλιαίαν Lexap.D.21.47.b εἰ. τινά bring forward the case of an officer at the εὔθυναι (q.v.), D.18.117 : generally, bring a person into court, prosecute, Pl.Ap. 25c,al.; in full, εἰ. εἰς δικαστήριον ib. 29a, Grg. 521c ([voice] Pass.), cf. Lg. 910e,al.5 enter, register, POxy.1535.8 ([voice] Pass.), etc.III introduce to a subject, instruct:—[voice] Pass., εἰσαγόμενοι, οἱ, beginners, Ph.1.175, Gal.Libr.Propr.Prooem., etc.IV intr., enter, Sch.T.Il.6.252. -
32 ναῦλος
ναῦλος, ὁ, Ar. (v. infr.), IG22.1672.126,159, SIG1262.6 (Smyrna, i A. D.), Com.Adesp.286; also ἡ, acc. to Sch.Ar.Ra. 272; and [full] ναῦλον, τό (v. infr.), cf. ναῦλλον:—A passage-money, fare or freight, ἔκβαιν', ἀπόδος τὸν ν., says Charon, Ar.Ra. 270;τῆς πόλεως ναῦλον τελούσης τοῖς ἄγουσι τοὺς λίθους IPE12.32B50
(Olbia, iii B. C.); ναῦλον συνθέσθαι to agree upon one's fare, X.An.5.1.12;τὸν. τῶν ξύλων παρασχεῖν D.49.26
, cf. IGll. cc.;τὸ ν. ἀποστερεῖν Din.1.56
; παραπόλλυμι τὸ ν. Arisipp. ap. Plu.2.439e;ἔδωκε τὸ ν. αὐτοῦ LXX Jn.1.3
;λαλῶν τὰ ν. Diph.43.21
;ἔδωκα αὐτῷ τὰ ν. Sammelb. 3553
;τὸ δὲ ν. διωρθωσάμεθα ὑπὲρ αὐτῶν PCair.Zen.52.13
(iii B. C.); συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ.. πλοίου we were charged for the hire of the boat, ib.368.27 (iii B. C.).b ν. πλοίου name of a tax paid for the use of state-provided boats, BGU 645.16 (ii A. D.), PSI8.960.15 (iv A. D.);ἀποδιαγράψειν τὸ συναχθησόμενον ν. ἐπὶ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν PTheb.Bank 12.7
(ii B. C.), cf. Sammelb. 6954.II freight, cargo of ships, τὸ ν. σφετερίζεσθαι D.32.2.IV ναῦλα, τά, = ἐφόδια, Hsch. (ascribed to Aeschylus by Cyr. in cod. Laur.57.39). -
33 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
34 ἐγγύη
Aτὴν ἐγγύαν IG11(2).226
A 29 (Delph., iii B.C.), cf. Epich. (v. infr.), PSI4.346 (iii B.C.)), ἡ: (ἐν, γύαλον, cf. ἐγγυαλίζω):— pledge put into one's hand: generally, surety, security, whether received or given, Od.8.351;ἐ. τιθέναι τινί A.Eu. 898
; ἐγγύαςἀποτίνειν ὑπέρ τινος Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐγγυᾶσθαι (v.ἐγγυάω 11
);ἀποδιδόναι D.53.27
; ἐ. ὁμολογεῖν, = Lat. vadimonium facere, D.H.11.32, OGI455.3 (Epist. M. Antonii);τῆς ἐ. τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν D. 33.10
;ἐγγύας ἄτα 'στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Epich.268
: prov.,ἐγγύη, πάρα δ' ἄτη Pl.Chrm. 165a
, etc.3 ἐ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch. [ῠ; ῡ only in AP9.366.] -
35 ἐπεισάγω
ἐπεισ-άγω [ᾰ],A bring in besides or over, esp. of bringing in a second wife,ὁ παισὶν αὑτοῦ μητ ρυιὰν ἐπεισάγων Com.Adesp.110.3
;ἐ. [τὴν Κλεοπάτραν] τῇ Ὀλυμπιάδι Satyr.5
; ἐ. ἑταίρας εἰς τὴν οἰκίαν (i.e. besides one's wife), And.4.14 (so in [voice] Med., (iv B.C.)); τινὰς εἰς τὸ δικαστήριον dub. in CIG 5187a25 ([place name] Ptolemais):—[voice] Pass., οἱ ἐπεισαχθέντες the newly made citizens, D.H.2.56, cf. Luc.Nav.33:—[voice] Med., introduce besides,νέους ἑταίρους Pl.R. 575d
, cf. Plt. 293d.2 bring in something new or strange,ἔξωθεν Aeschin.1.166
, etc.;ἐ. ἄλλην μηχανήν Plb.32.5.11
; introduce,Jul.
Or.2.88d:—[voice] Med.,ὕδωρ ἐπὶ τόπους Plb.10.28.3
.3 bring on besides,χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Antiph.174.1
; bring next upon the stage, Aeschin.3.231;δρᾶμα Plb. 23.10.12
.4 [voice] Med., draw in,τὸν οὐρανὸν ἐπεισάγεσθαι ἐκ τοῦ ἀπείρου χρόνον τε καὶ πνοὴν καὶ τὸ κενόν Arist.Fr. 201
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισάγω
-
36 ὅρκος
ὅρκος, ὁ,A the object by which one swears, as the Styx among the gods,Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅ. δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Il. 15.38
, cf. 2.755, Hes.Th. 400, 784, 805, h.Cer. 259, Arist.Metaph. 983b31 ; or as Zeus among mortals, Pi.P.4.167 ; so of things,ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;οἷς ἦν μέγιστος ὅ... κύων, ἔπειτα χήν Cratin.231
, cf. Placit.1.3.8: hence,2 oath, mostly with epith. μέγας, καρτερός, Hom. (v. infr.), etc. ; θεῶν ὅ. an oath by the gods, Od.2.377;μακάρων ὅ. 10.299
, cf. S.OT 647, E.Hipp. 657 ;ὅ. ἐκ θεῶν μέγας A.Ag. 1284
;ὅ. κατὰ τῶν.. ὀφθαλμῶν Aeschin.2.153
; ὅ. πλατύς a firm-based oath, Emp.30.3 ; ὅρκον ὀμόσαι swear an oath,ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅ. Od.2.378
, etc. ; ὅ. ἀπώμνυ ib. 377, cf. 10.381 ;ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται Hes.Op. 194
; ; ὅ. ἐπιορκῆσαι take a false oath, Aeschin.1.115, etc. ; ὅρκου προστεθέντος when an oath is added, S.Fr. 472, cf. El.47 ; δαίμονι τῷ Πλεισθενιδῶν ὅρκους θεμένη having made a sworn compact with.., A.Ag. 1570 (anap.) ;ὅ. ἀλλήλοις ποιοῦνται οἱ μὲν ἔφοροι ὑπὲρ τῆς πόλεως, βασιλεὺς δ' ὑπὲρ ἑαυτοῦ X.Lac.15.7
;ὅρκους συνῆψαν E.Ph. 1241
, etc. ; of the person demanding the oath, ὅ. ἑλέσθαι τινός or τινί take it of him, i.e. make him swear, Od.4.746, Il.22.119 ; ὅρκους ἐπελάσαι and προσάγειν τινί lay oath upon a man, put him on his oath, Hdt.1.146, 6.62,74 ; τὸν ὅ... ἐπάγειν.. Ὀποντίοις readminister the oath, IG9(1).334.12 ([dialect] Locr., v B. C.) ; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος after tendering his oath to them and accepting theirs, Hdt.6.23, cf. IG12.52.18, A.Eu. 429, Ar.Ra. 589, D.39.3 and 4 ; soὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Arist. Rh. 1377a7
, 8 ; ἀποδοῦναι take it oneself, D.19.318, Aeschin.3.74 ; ἀπολαμβάνειν administer or tender it, D.5.9, 18.25 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε swear to one another, Ar.Lys. 1185, cf. And.1.107 ; ὅρκοις καταλαβὼν τὰ τέλη having bound the authorities by oaths, Th. 4.86 ;ὅρκοις κατειλημμένους Id.1.9
; ὅρκῳ ἐμμένειν abide by it, E. Med. 754 ;ὅ. τηρεῖν Democr.239
;παραβαίνειν E.Fr.286.7
, Ar.Av. 332, D.19.318 ;ἐκβάντι τῶν ὅ. Pl.Smp. 183b
; ; ;ἐμπεδοῦν X.An.3.2.10
: after ὅρκος [tense] aor., [tense] pres., or [tense] fut. inf. may refer to [tense] fut. time,ὤμοσα καρτερὸν ὅ., μὴ.. ἀναφῆναι Od.4.253
; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅ., μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν ib. 746 ;ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ἀποδοῦναι.., Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν.. X.HG1.3.9
: with Preps.,οὐκ αὔτως.., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od.14.151
;σὺν θεῶν ὅρκῳ X.Cyr.2.3.12
; εἶπαι ἐπ' ὅρκου say on oath, Hdt.9.11;κατὰ τοὺς ὅ. X.HG5.4.54
; opp.παρ' ὅρκον Pi.O.13.83
;παρὰ τοὺς ὅ. X.An.2.5.41
: prov., ; parodied by Philonid. 7 ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν.. γράφω, cf. Xenarch.6, Men. Mon.25. -
37 ὑφίστημι
A : [tense] aor. ὑπέστησα, [dialect] Dor.ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26
:—Causal, place or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152;ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1
: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16;ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7
; , etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj. 1091;ὑ. δόλον E.
l.c.; v. infr. B.1.1.3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας)ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14
(v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting,ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4
;ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr. 271
, cf. Procl. Inst.28.II [voice] Med. also in causal sense, mostly [tense] fut. and [tense] aor. 1, lay down, premise, ;ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9
;ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους.. ὑποστήσωνται Id.7.7.6
.3 conceive, suppose, c. acc. et inf.,τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς.. εἶναι Phld.D.1.17
; , cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, , cf. 12, D.L.2.86:—[voice] Pass.,τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. (Hom. uses only [tense] aor. 2):— stand under as a support,ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ.. τῇ αὐλῇ Hdt.2.153
; ;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA 708b31
; v. supr. A. 1.1.2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael. 311a17; of a sediment, deposit,ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79
, cf. Arist.Mete. 357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).II place oneself under an engagement, promise to do, folld. by [tense] fut. inf.,ὅσσ' Ἀχιλῆϊ.. ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195
, cf. Hdt.9.94;θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA 360
(troch.), cf. Ar.V. 716(anap.), Pl.Lg. 751d; by [tense] aor.inf., (i B. C.); by [tense] pres. inf.,ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128
;ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35
: the inf. is sts. omitted, ὡς.. ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., after promise given,Od.
3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sts. with acc. of object (but an inf. may be supplied),πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης.. Πριάμῳ 13.375
;τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243
, cf. 11.244; , cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν.., ἀπονέεσθαι vain was the promise we made.., that he would return, Il.5.715.3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28;ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61
, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28;ἀγῶνας Th.3.57
, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); ; ; ;ἀπεχθείας Plu.Them.3
;πόλεμον Plb. 1.6.7
, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61;τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8
;τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24
: also c. inf., consent, bring oneself to,οὔ τίς με.. ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273
;πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114
; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.b undertake an office,τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19
,31;γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12
([place name] Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic)τὴν στρατηγίαν SIG876.6
(Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: alsoἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7
;χορηγὸς ὑπέστην D.21.69
; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον.. ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet.,ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu. 204
: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i. e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).c make an offer in a public auction, ἔδοξεν.. μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο.. τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος ( = -άμενος)οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11
(iii A. D.).d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.III lie concealed or in ambush, Hdt.8.91, E.Andr. 1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2,ὑφίημι 1.3
, ὑφεῖσα.IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12:ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61
, cf. E.HF 1349: c. acc., Id.Cyc. 200, Rh. 375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph. 1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποστᾰθείς, opp. φεύγων, E.Rh. 315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr. 940b36.2 subsist, exist (cf.ὑπόστασις B.
III),κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr. 188
;ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36
;τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22
, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6;ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c
, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction betw. τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); business in hand,Plb.
6.14.5.b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank-account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.);τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211
(Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν.. χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the.. fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφίστημι
-
38 ὥσπερ
A like as, even as,ζῆν ὥ. ἤδη ζῇς S.Ph. 1396
;ἐσῴζετ' ἂν.., ὥ. οὐχὶ σῴζεται Id.El. 994
; but the Verb is more often left to be supplied,οὔ τι κατακρύπτουσιν.., ὥ. Κύκλωπες Od.7.206
, cf. 2.333, Il.4.263, 14.50; ἔξεστί θ', ὥ. Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ar.Ra. 303;τεταγμένοι ὥ. ἔμελλον Th.4.93
;τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥ. ἐγώ D.45.1
; Hom. freq. puts a word between ὡς and περ, e.g.ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Od.19.385
, Il.5.806, 1.211; as for instance,ὅταν χορὸς.. γίγνηται, ὥ. <ὁ> εἰς Ηλον πεμπόμενος X.Mem.3.3.12
; ὥσπερ differs from ὡς in Hom., in that it seldom has an antecedent expressed, as in Il.24.487, τηλίκου ὥ. ἐγών; also in Hes.Th. 402, ὣς δ' αὔτως.., ὥ. ὑπέστη; but in Trag. and [dialect] Att. ὥ. is very freq. after demonstr. words; before οὕτως, Meliss.3, Ar.Av. 188; after it, S.Tr. 475, etc.; ὥ. καὶ.., οὕτω καὶ .. X.Cyr.7.5.75, cf. Pl.R. 354b; ὥ.., ὧδε .. S.OT 276;τοιοῦτος ὥ. Pl.Prt. 327d
; αὐτοῦ ὥ. εἶχον just as they were, then and there, Hdt. 2.121.δ, cf. S.Ant. 1235;εὐθὺς ὥ. εἶχεν X.An.4.1.19
;εὐθὺς ὥ. ἔτυχε Id.HG3.1.19
;τὰν τράπεζαν κάτθετε ὥ. ἔχει Sophr.
in PSI11.1214a2; καὶ τὸν δαελὸν σβῆτε ὥ. ἔχει on the spot, ib.14: c. gen.,ὥ. ἔχει δόξης Pl.R. 612d
: strengthd.,ὥ. γε
just exactly as,Ar.
Nu. 673; ὥ. καί even as,ὡς καὶ ἐγώ περ Il.6.477
;ὥ. καὶ ἄλλο τι Th.1.142
, etc.: ὥ. also follows ἴσος, in Od.20.282, μοῖραν.. ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, cf. S.El. 533; so after ὁ αὐτός, Pl.Phd. 86a, D.9.33; afterὅμοιος, ὅμοιος ἀτμὸς ὥ. ἐκ τάφου πρέπει A.Ag. 1311
, cf. Th.4.34.2 ὥσπερ ἄν c. subj., v. infr. 111; c. opt.,ὥσπερ ἄν τις.. λέγοι Pl.Phd. 87b
, cf. X.HG3.1.14; cf.ὡσπερεί 11
.II to limit or modify an assertion or apologize for a metaphor, as it were, so to speak,ὥ. ἀκονιτί Th.4.73
;τὸν ἐγκέφαλον ὥ. σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu. 1276
, cf. Pax 234;ἅμα μὲν.. ὥ. ὑπεφθόνει X.Cyr.4.1.13
, cf. Pl.Phdr. 270d, Cra. 384c; in later Gk. sts. after the word to which it refers,ἐσφιγμένον ὥ. Porph.Chr.26
; βάθρον ὥ. Sch.Pi.O.8.33; στέφανος ὥ. τῶν πόλεων τὰ τείχη ib.42: freq. with parts.,ὥ. ἐγγελῶσα S.El. 277
;ὥ. ἐντεταμένου τοῦ σώματος Pl.Phd. 86b
; ὥ. τι τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες as if they had done, Lys.12.7; ὥ. ἐξόν as if it were in our power, X.An.3.1.14;σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Id.Smp.1.11
, cf. Mem.2.3.3; with a change of construction,ὥ. τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην.., καὶ οὔτε.. οἷόν τε εἴη γενέσθαι Id.HG2.3.19
; τὴν ὥ. ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν a seat like that used in the chariot, Id.Eq.7.5.III rarely of Time,1 ὥσπερ ἄν = ἕως ἄν, so long as, or however long (cf. ὡς Ad. 2),ὥσπερ ἂν ζῶ S.OC 1361
(sed leg. ἕωσπερ).IV after a [comp] Comp. (cf. ὡς Ab. 1.4);οὐ μείους ὥ. χίλιοι Xenoph.3.4
;ἧττον.. ὥ. X.HG2.3.16
.—Cf. ὡσπερεί, ὥσπερ οὖν. -
39 ὁρίζω
ὁρίζω (ὅρος) fut. 3 sg. ὁριεῖ LXX; 1 aor. ὥρισα, pf. 3 pl. ὁρίκασιν (Tat. 17, 3). Pass.: 1 aor. 3 sg. ὡρίσθη (Just., A I, 44, 12); ptc. ὁρισθείς; pf. ptc. ὡρισμένος (Aeschyl., Hdt.+)① from the basic mng., ‘to separate entities and so establish a boundary’, derives the sense ‘to define ideas or concepts’: set limits to, define, explain (X. et al. [as Ath. 6, 1] in act. and mid.) περί τινος give an explanation concerning someth. 12:1. τὸ ὕδωρ καὶ τὸν σταυρὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὥρισεν he defined the water and the cross together (i.e. in the section on the tree by the streams of water Ps 1:3) 11:8. Sim.② to make a determination about an entity, determine, appoint, fix, setⓐ of thingsα. expressed by the acc. προφήτης ὁρίζων τράπεζαν a prophet who orders a meal (s. τράπεζα 2) D 11:9 (w. double acc.: Πυθαγόρας … ἔσχατον ὁρίζει φύσιν Theoph. Ant. 3, 7 [p. 216, 12]).—Of time (Pla., Leg. 9 p. 864e; Demosth. 36, 26 ὁ νόμος τὸν χρόνον ὥρισεν; Epict., Ench. 51, 1; PFlor 61, 45 [85 A.D.]; Jos., C. Ap. 1, 230; Just., D. 102, 4 χρόνους; more freq. pass., s. below) ἡμέραν Hb 4:7. ὁρ. προστεταγμένους καιρούς set appointed times Ac 17:26.—μηδὲν ὁρίζοντες μηδὲ νομοθετοῦντες without making rules or ordinances GMary 463, 29.—Pass. (SIG 495, 171; PFay 11, 16 [c. 115 B.C.]; PAmh 50, 15; PTebt 327, 12 al.) ὡρισμένοι καιροί (Diod S 1, 41, 7; cp. 16, 29, 2; Jos., Ant. 6, 78) appointed times 1 Cl 40:2. ὡρισμένης τῆς ἡμέρας ταύτης after this day has been fixed Hv 2, 2, 5 (Diod S 2, 59, 5; 20, 110, 1 ὡρισμένη ἡμέρα; Herodian 1, 10, 5 ὡρισμένης ἡμέρας; Pollux 1, 67).—ὁ ὡρισμένος τόπος the appointed place 19:1 (cp. Iren. 5, 31, 2 [Harv. II 412, 1]). οἱ ὡρισμένοι νόμοι the established laws Dg 5:10. ὁ ὡρισμένος τῆς λειτουργίας κανών the established limits of (one’s) ministry 1 Cl 41:1. ἡ ὡρισμένη βουλή the definite plan Ac 2:23.—Subst. (cp. SIG 905, 14 τῶν ὁρισθέντων ἄγνοια) κατὰ τὸ ὡρισμένον in accordance with the (divine) decree Lk 22:22.β. by an inf. (Appian, Bell. Civ. 5, 3 §12 ἀντιδοῦναι=to give as recompense; ApcMos 28 φυλάττειν; B-D-F §392, 1a) ὥρισαν … πέμψαι they determined (perh. set apart; so Field, Notes 119f and TGillieson, ET 56, ’44/45, 110) … to send Ac 11:29; by an indirect quest. 1 Cl 40:3.ⓑ of persons appoint, designate, declare: God judges the world ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισεν through a man whom he has appointed Ac 17:31. Pass. ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ κριτής the one appointed by God as judge 10:42. Of eccl. superintendents or overseers οἱ κατὰ τὰ πέρατα ὁρισθέντες those who are appointed in distant lands IEph 3:2. W. double acc. declare someone to be someth. (Meleag. in Anth. Pal. 12, 158, 7 σὲ γὰρ θεὸν ὥρισε δαίμων) pass. τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ θεοῦ ἐν δυνάμει who has been declared to be the powerful son of God Ro 1:4.—DELG s.v. ὅρος. M-M. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
ARMAMAXA — lecticae genus apud Persas, quô mulieres vehebantur. Maxim. Tyr. Serm. 34. θαυμάζεις τιάραν Μηδικην`, καὶ τράπεζαν βαρβαρικην`, καὶ Α῾ρμάμαξαν Περσικην´. Xenoph. l. 3. παιδ Α᾿ναβάντες ἐπὶ τᾶς Α῾ρμαμάξας συν` ταῖς γυναιξίν. Qu. Curtius, l. 3. c. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
MENSA Trapezitarum seu Argentaria — memoratur l. 19. ff. 1. de Institor. Dominus, qui servum institorem apud Mensam pecusniis accipiendis habuit, post libertatem quoque datam, idem per Libertum negotium exercuit. Notum enim, maiorem fere pecuniae numeratae partem habuisse Veteres… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… … Hofmann J. Lexicon universale
επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… … Dictionary of Greek
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek