-
61 μελεδωνός
A attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house- steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38;μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67
;τοῦ τείχους Ael.NA 3.26
; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man,πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428
([place name] Notium).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελεδωνός
-
62 μέτρον
μέτρον, τό,1 measure, rule,μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422
;ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47
; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht. 183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph. 1053a36;μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18
.b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.2 measure of content, whether solid or liquid,δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471
;εἴκοσι δ' ἔστω μ... ἀλφίτου Od.2.355
;ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209
, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op. 350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of theἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6
(ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure,Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127
; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN 1135a2;Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2
([place name] Cilicia).3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389;μέτρα θαλάσσης Hes.Op. 648
, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc. 1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23;ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8
;ἀπέχει.. θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95
; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33;εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3
;ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35
; later of Time, duration,μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333
(Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731;χρονικὰ μ. Simp.
in de An.299.37.b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op. 132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119;σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52
, 16.2.4 due measure or limit, proportion,μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op. 694
;χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34
;μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71
;κατὰ μέτρον Hes.Op. 720
;πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498
;προστιθεὶς μ. A.Ch. 797
(lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El. 236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg. 836a;πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R. 621a
;μ. ἔχειν Id.Lg. 957a
; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78;οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32
.5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα.. ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.II metre, Ar.Nu. 638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg. 502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg. 669d;τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21
. -
63 μοχθέω
A to be weary or worn with toil, to be sore distressed,ἀλλά μιν οἴω κήδεσι μοχθήσειν Il.10.106
; χείμωνι μόχθεντες (prob.)μεγάλῳ μάλα Alc.18.5
; ; (lyr.): abs., work hard, labour,κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι Heraclit.84
, cf. E.Fr. 461, Ar.Pl. 556, Th.2.39, etc.;χρημάτων ὕπερ E.Fr.580.5
; ἐπὶ χρηστοῖς (sc. τέκνοις) Id.Med. 1104 (anap.): c. acc. cogn., μ. μόχθους undergo hardships, Id.Hel. 1446; execute painful tasks, (anap.);πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ χερσὶ καὶ νώτοισι μ. S.Tr. 1047
;πολλὰ μ. Ar.Pl. 281
;πολλὰ περὶ τὴν στρατιὰν ἐμοχθησάτην X.An.6.6.31
; τάδε, ταῦτα μ., E.El.64, Ar.Pl. 518, etc.;ἀνήνυτα μ. Epicur.Fr. 470
; μαθήματα μ. toil at learning, E.Hec. 815;μ. ἅπαντ' ἐν οἰκίᾳ Pherecr.10
. -
64 νέμησις
A distribution,τοῦ χωρίου Is.9.17
;τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.125
S.;οὐσίας Poll.8.135
;βασιλείας J.AJ17.11.1
;χρημάτων Hld.1.19
, cf. Charito 3.7.2 (νέμω B.1.2c
) spreading, Aret.CA1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέμησις
-
65 νομή
A pasturage,ἀμφίβιον.. ἔδωκε ν. βατράχοισι Κρονίων Batr.59
;νομὰς νέμειν Hdt.1.110
; νομὰς νέμεσθαι ib.78, cf. Pl.Lg. 679a, Arist.HA 575b4, etc.;ποιμνίων νομαί S.OT 761
: in concrete sense, herds,X.
An.3.5.2.2 food from pasturing, Pl.Criti. 111C, etc.;αἷμα, ν. σαρκῶν Id.Ti. 80e
;ἡ προσήκουσα ψυχῆς ν. Id.Phdr. 248b
;ν. τῶν μελιττῶν τὸ θύμον Arist.HA 626
b20, cf. PCair.Zen.520.10 (iii B.C.).b metaph., spreading,ν. πυρός Plb.1.48.5
, Plu.Alex.35; freq. of sores, etc.,ν. ποιεῖσθαι
spread,Plb.
1.81.6;ὡς γάγγραινα, ν. ἕξει 2 Ep.Ti.2.17
, cf. Asclep. ap. Gal.12.995; ἵσταται ἡ ν., of baldness, Id.ib.411; spreading ulcers,Hp.
Prorrh.2.13, cf. Gal.13.860,al.;ν. σαρκὸς θηριώδεις Plu.2.165e
.II division, distribution, Hdt.2.52 (pl.), Pl.Prt. 321c, al.; of an inheritance, D.36.12; ἡ πατρῴα (v.l. πατρῴων)ν. Arist.Pol. 1303b34
; διεφθαρκὼς νομῇ χρημάτων τὸν δῆμον by largess of money, Aeschin. 2.76, cf. IG5(1).1346 ([dialect] Lacon.): in pl., = Lat. donativa, Hdn.3.8.9, 5.5.8,6.8.8.III in Law, = Lat. possessio, Wilcken Chr. 41 iii 20 (iii A.D.); μακρᾶς ν. παραγραφή, = longae posses- sionis praescriptio, Mitteis Chr. 374 i 3 (iii A.D.); ν. ἄδικος, = injusta possessio, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἐπὶ νομῆς πέμπειν, = in possessionem mittere, Just.Nov.53.4.1. -
66 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
-
67 νοσφιστής
A peculator,χρημάτων ἀλλοτρίων Id.48.26
, cf. Cat.Cod.Astr.2.194 ; τῶν δημοσίων Sch.Luc. JTr.48, cf. Sch.Ar.V. 832.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφιστής
-
68 παράδοσις
A handing down, bequeathing, transmission,τοῦ σκήπτρου Th.1.9
; handing over, transfer,ἡ π. τῶν χρημάτων Arist.Pol. 1309a10
, cf. Pl. Lg. 915d; σίτου, etc., POxy.1257.3 (iii A. D.), etc.;τῆς βασιλείας Plu. Comp.Lyc.Num.1
; ἐν παραδόσει παραλαμβάνειν ἀεί, of a reserve fund, IG11 (2).161 A126 (Delos, iii B. C.).2 transmission of legends, doctrines, etc., tradition,διδασκαλία καὶ π. Pl.Lg. 803a
;πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Arist. SE 184b5
;ἐν παραδόσει ἔχειν τι Plb.12.6.1
, etc.; treatment, exposition,ὅπως πᾶσιν εὐπαρακολούθητος γένηται ἡ π. Hero Bel.73.12
; ἡ βοτανικὴ π. the subject of botany, Dsc.Praef.1;παραδόσεις καὶ παραγγελίαι Phld.Rh.1.78
S.; σύντομος π. succinct account, Ammon.in Porph.38.10.b in military sense, transmission of orders, Ael.Tact.21.2.3 that which is handed down or bequeathed, tradition, doctrine, teaching,ἡ π. τῶν πρεσβυτέρων Ev.Matt.15.2
, Ev.Marc.7.3, etc.;αἱ π. τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν Dam.Pr. 265
: also in Gramm.,Ἑλληνικὴ π. A.D.Conj.213.13
, cf. 19 (pl.); in textual criticism, defined as ἡ τῶν γραμματ ικῶν μαρτυρία, EM815.18; soπαρὰ τὴν π. γράφειν Demetr.Lac.Herc.1012.34
, cf. EM240.4, al.II surrender,πόλεως Th.3.53
; ἐκ παραδόσεως, opp. κατὰ κράτος, Plb.9.25.5; giving up to punishment or torture, Isoc.17.16;π. ἐπὶ θανάτῳ D.H.7.36
.2 Astrol., handing over,τῶν χρόνων Vett.Val.141.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράδοσις
-
69 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
-
70 παραλύω
I c. acc. rei, loose and take off, detach,τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136
(so in [voice] Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—[voice] Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; ;τὸν θώρακα Plu.Ant.76
:—[voice] Med., π. τὴν ῥαφὴν [ τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ;τοὺς στεφάνους Id.2.646a
:—[voice] Pass., Hdt.3.105.2 undo, put an end to, (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—[voice] Med., get rid of,τὸν κίνδυνον D.H.6.28
.II c. acc. pers. et gen. rei, part from, (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city ([place name] Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in [voice] Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ;τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol. 1315a12
(so in [voice] Pass.,π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37
;τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481
B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from.., Th. 2.65 ;φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14
;παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7
: c. acc. only, set free,δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117
(lyr.):—[voice] Med., obtain leave of absence from,τοὺς παιδονόμους SIG577.56
(Milet., iii/ii B.C.).IV disable, enfeeble, Pl.Ax. 367b ;π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38
:—mostly in [voice] Pass., to be paralysed,δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26
.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN 1102b18
: generally, to be exhausted, flag,ἡ δύναμις.. τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46
;τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7
; ;τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9
; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλύω
-
71 παραφυλακέω
A perform garrison duty, IGRom.3.516 ([place name] Cadyanda). -ή, ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9 ; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.) ; watchfulness,ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl. in CA10p.436M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακέω
-
72 πάρεσις
II slackening of strength, paralysis, Hp.Epid.4.45 ;παραπληγίη π. ἁφῆς καὶ κινήσιος Aret.SD 1.7
, cf. 2.5, Plu.2.652e.2 metaph., ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης π. Dam.Pr. 440.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρεσις
-
73 παρουσία
A presence, of persons, δεσπότου, etc., A.Pers. 169, etc. ; ἀνδρῶν π., = ἄνδρες οἱ παρόντες, E.Alc. 606 ; πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π., = ἡμῶν τῶν παρόντων, Th.6.86 ; παρουσίαν μὲν οἶσθα.. φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, i.e. that we have no friends present to assist us, S.El. 948 ; of things, , Ar.Th. 1049 ; : abs., παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, S.Aj. 540 ;τὰ τῆς τύχης.. κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας D.Prooem.39
;αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν [αἴτιον] τῇ π. τοῖς ἄλλοις τοῦ ἀγαθὰ εἶναι Arist.EE 1217b5
, cf. Pl.Phd. 100d, etc.2 arrival, ἡμῶν κοινόπουν π. S.El. 1104, cf. E.Alc. 209, Th.1.128 ;εἰς Ἰταλίαν D.H.1.45
; esp. visit of a royal or official personage, βασιλέως, etc., PTeb.48.14 (ii B. C.), IPE12.32A85 (Olbia, iii B.C.), etc.; of a god, IG42(1).122.34(Epid.).4 π. τισὶ ποιεῖσθαι entertain them on their official visits, OGI139.9 (Philae, ii B.C.).5 in NT, the Advent, Ev.Matt.24.27, al.6 Astrol., situation of a planet at a point on the zodiac,ἤτοι κατὰ παρουσίαν ἢ κατὰ συμμαρτυρίαν Vett.Val.49.26
.II substance, property,ὡς.. ἔχομεν παρουσίας Pl.Com.177
, cf. Men.471 ;π. χρημάτων Crates Com.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρουσία
-
74 παροχή
A supply, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Th.6.85 (nisi leg. παροκωχῇ(q. v.)); βολίμου, ἐλάτας, etc., IG42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); αἱ τῶν ξενίων π., in the case of ambassadors, Plb.21.18.3 ; θυμάτων π. IG5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. OGI764.44 (Pergam., ii B. C.) ;χρημάτων παροχαί D.H.6.96
: abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken Chr.412.2 (ii A.D.).2 payment, furnishing, PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc. -
75 πεινάω
Aπεινῇς, -ῇ Ar. Eq. 1270
; inf. , Pl. 595, Pl. Grg. 496c ; [dialect] Ep.πεινήμεναι Od.20.137
(only here in Od.): [tense] impf.ἐπείνων X. HG6.2.15
: [tense] fut.πεινήσω Hdt. 2.13
, Ar. Pl. 539, X.Mem.2.1.17 ; later πεινάσω [ᾱ] LXX Si.24.21, al., Apoc. 7.16: [tense] aor.ἐπείνησα X. Cyr.8.3.39
, , Luc. Epigr.50, Aesop. 62, Ps.-Callisth. 3.6 : [tense] pf. : later we find the [var] contr. of αε into ᾱ, ἐπείνας, πεινᾷ, -ᾶν, LXXDe. 25.18, Ep.Rom. 12.20, etc.: ([etym.] πεῖνἀ):— to be hungry, πεινάων, of a lion, Il.3.25 ;λέοντε.. ἄμφω πεινάοντε 16.758
;λέοντα.. μέγα πεινάοντα 18.162
; κακῶς π. to be starved, Hdt.2.13,14 ;π. βάδην Ar. Ach. 535
; thrice in Trag., ; , Achae. 25 ;πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς Theoc. 15.148
: metaph.,πεινῆν φασι τὴν γῆν Thphr. HP8.6.2
.II c. gen., hunger after,σίτου δ' οὐκέτ' ἔφη πεινήμεναι Od. 20.137
.2 metaph., hunger, crave after,χρημάτων X. Cyr. 8.3.39
, etc. ;ἐπαίνου Id.Oec. 13.9
; simply, to be in want of, lack,πεινῶντες ἀγαθῶν Pl. R. 521a
;μάλα π. συμμάχων X. Cyr. 7.5.50
, etc.: later c. acc.,οἱ π. καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην Ev.Matt.5.6
. [[pron. full] ᾱ in un[var] contr. forms in Hom. With this the [dialect] Dor. contractions δια-πεινᾶμες (v. διαπεινάω ) andπεινᾶντι Theoc.
l. c., and the [dialect] Att. contractions (-η- from -ηε-) agree ; but πεινῶντι [dialect] Dor. [ per.] 3pl. [tense] pres. ind. in X.HG1.1.23 codd. points to - ᾰοντι.] -
76 πένης
A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος.., ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- ;οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133
, 2.47 ;πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4
;πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51
; [full] οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph. 584;π. ἵππος X. Oec. 11.5
.II as Adj.,π. δόμοι E. El. 1139
: c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ;π. φίλων Pl.Ep. 332c
;π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11
: [comp] Comp.πενέστερος X.Ath.1.13
: [comp] Sup.πενέστατος D.21.123
. -
77 περιγίγνομαι
A- γενήσομαι Th.4.27
, etc.: [tense] aor.- εγενόμην Hdt.1.122
, etc.: [tense] pf. - γέγονα ib.82, etc.;- γεγένημαι Th.1.69
, etc.:— to be superior to others, prevail over, overcome: Constr. in full, c. gen. pers. et dat. rei,μήτι δ' ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο 11.23.318
; , cf. 252 ; πολυτροπίῃ τινὸς π. Hdt.2.121.έ, cf. Th.1.55, Pl.Ap. 22c ;τάχει τοσοῦτον π. τινός X.Cyr.3.1.19
;τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐκ τῶν ἰδίων δαπάναις Isoc.5.54
: c.acc. rei,δσα.. περιγένοιντο ἐμοῦ D.18.236
; τὰ Ὀλύμπια π. Plu.2.242b: c. gen. pers. only, Hdt.1.207, Ar.V. 604 ;π. καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν Pl. R. 362b
, etc.: c. acc. pers. (in an anacoluthon), κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας χαλεπὰ εἶναι π. Hdt.9.2 : abs., to be superior, prevail, Id.1.214, Th.4.27, etc.; π. τῇ συμβολῇ, τῷ πλῷ, Hdt.6.109, Th.8.104 ; π. πρός τινας, πρὸς τὰ ἀντιτεταγμένα, Id.1.69,5.111.2 of things, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμου if they gain any advantage in the war, Id.6.8 ; π. ὑμῖν πλῆθος νεῶν you have a superiority in number of ships, Id.2.87 ; π. ἡμῖν μὴ προκάμνειν we have the advantage in not.., ib.39.II live over, survive, escape, Hdt.1.82, 122, Th.4.27, etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.5.64, etc.: c. gen. rei, περιεγένετο τούτον τοῦ πάθεος he survived, escaped from this disaster, ib.46 ; τῆς δίκης π. Pl.Lg. 905a ; ἐκ τῶν μεγίστων π. Th.2.49.2 of things, remain over and above, opp. ἐπιλείπειν, Ar.Pl. 554, cf. Lys. 30.20 ;περιγενόμενον ἐκ τοῦ προτέρου ἐνιαυτοῦ IG12.352.10
; τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων which remained from the tribute, the surplus, X.HG2.3.8 ;τὸ περιγιγνόμενον τῶν πόρων ἀργύριον Isoc.8.82
, cf. Pl. Lg. 742b, PRev.Laws 19.8(iii B.C.), etc.; τὰ περιγινόμενα the revenues, Arr.An.7.17.4.3 of things, to be left over: hence, to be a result or consequence, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Th.1.144 ;ἀμαχητὶ π. τινί τι Id.4.73
; ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους π. Arist. EN 1103a17 ; τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; D.L.2.68 ;περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν X.An.5.8.26
;τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακόν D.3.12
; ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι the upshot of the matter is.., Id.8.53 ; τοῖς μὲν.. πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο to those who complied safety was the result, Id.18.80 ; περίεστι δέ μοι τοιαῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο that is what I have got by the business, and I hope that your enemies may get the like , Id.Ep.3.36 ; ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. Id.Prooem. 23 ;ἡ ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένη ἐμπειρία Plb.1.35.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγίγνομαι
-
78 περικόπτω
Aκέκοφα Lys. 14.42
:—cut all round, mutilate,τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοπτεν D.21.147
, cf. And.1.34, Lys.6.51 ;οἱ Ἑρμαῖ περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα Th.6.27
;π. τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης D.24.121
; τὰ παράσημα [ τῆς νεώς] Plu. Them.15 ; π. τὰ βιβλία cut them round the edges, Luc.Ind.16; trim off, τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ (of fish) Alex.133.3 ; prune,δένδρεα Tab.Heracl.1.173
:—[voice] Pass., to be pruned or cut away, Thphr.HP4.16.1,5 ; of fish, to be trimmed, Arist.Mir. 835219 ; of a statue, to be rough-hewn, Plu.2.74d.2 lay waste (from the practice of cutting down the fruit-trees),τὰ ἐν Ἑλλησπόντῳ D.8.9
: hence, plunder a person, Id.9.22 :—[voice] Pass., PCair.Zen.44.24, 145.4 (iii B. C.), D.H.10, 51, Str.11.13.2, etc.;πόλεις περικεκομμέναι χρημάτων Plu.Ant.68
: abs.,π. καὶ λῃστεύειν D.S.4.19
: hence, simply, intercept, cut off,ἀγοπάς D.H.10.43
, cf. Plu.Luc.2 ([voice] Pass.);τὰ σιτηγά Id.Mar.42
;τινῶν τὴν ἀπὸ τῆς γῆς εὐπορίαν Id.Sert.21
; restrain, check,πολυπραγμοσύνην Id.Per.21
:—[voice] Pass., to be hindered,ἐν ταῖς πράξεσι Cat.Cod.Astr.2.166
.3 cut off, destroy, kill, D.H.10.51, J.BJ4.5.2.4 take no account of, eliminate, Gal.9.781, Sect.Intr.6.5 π. λογάριον close an account, PFay.134.5 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικόπτω
-
79 περιουσία
A sum)) that which is over and above, surplus, abundance,ἐρίων Ar.Nu.50
;νεῶν Th.3.13
;χρημάτων Id.1.2
, 2.13 ; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης π. Pl.Grg. 487e;τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας D.19.55
; ἂν.. μοι π. ᾖ τοῦ ὕδατος, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.II abs., net gain, profit,ἀπὸ παντὸς π. ποιεῖσθαι Pl.R. 554a
; οὐ γὰρ εἰς π. ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως so as to bring them advantage, D.3.26; τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα καὶ π. Id.21.159, cf. Plb.4.21.1 ;στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ π. out of the abundance (of their store), Pl.Tht. 154e, etc.;ἐκ π. χρῆσθαι D.S.20.59
; ἐκ π. ζῆν to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ π. κατηγορεῖν τινος at an advantage, D.18.3 ; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς π. J.BJ1.2.5 ; τὰ ἐκ π. superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.2 superiority of numbers or force, Th.5.71 ; τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε .. D.S.4.12;π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιουσία
-
80 περισσεία
περισσ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσεία
См. также в других словарях:
χρημάτων — χρη̱μάτων , χρῆμα need neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek
χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
Hellenotamiai — Die Hellenotamiai (griechischer Plural Ἑλληνοταμίαι = Hellēnota míai, zusammengesetzt aus Ἕλληνο von Ἕλλην = Hellene, Grieche; ταμίαι Plural zu ταμίας = Verwalter, Zahlmeister) bildeten in der Antike ein Kollegium athenischer Beamter, das für die … Deutsch Wikipedia
NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek
είσπραξη — η (AM εἴσπραξις) συγκέντρωση, παραλαβή οφειλόμενων χρημάτων ή φόρων («είσπραξη σε είδος») νεοελλ. το ποσό τών χρημάτων που εισπράχθηκαν («μέτρησε την είσπραξη») μσν. συνέπεια ενός κακού, τιμωρία αρχ. στρατολογία … Dictionary of Greek
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek