-
1 μοχθέω
A to be weary or worn with toil, to be sore distressed,ἀλλά μιν οἴω κήδεσι μοχθήσειν Il.10.106
; χείμωνι μόχθεντες (prob.)μεγάλῳ μάλα Alc.18.5
; ; (lyr.): abs., work hard, labour,κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι Heraclit.84
, cf. E.Fr. 461, Ar.Pl. 556, Th.2.39, etc.;χρημάτων ὕπερ E.Fr.580.5
; ἐπὶ χρηστοῖς (sc. τέκνοις) Id.Med. 1104 (anap.): c. acc. cogn., μ. μόχθους undergo hardships, Id.Hel. 1446; execute painful tasks, (anap.);πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ χερσὶ καὶ νώτοισι μ. S.Tr. 1047
;πολλὰ μ. Ar.Pl. 281
;πολλὰ περὶ τὴν στρατιὰν ἐμοχθησάτην X.An.6.6.31
; τάδε, ταῦτα μ., E.El.64, Ar.Pl. 518, etc.;ἀνήνυτα μ. Epicur.Fr. 470
; μαθήματα μ. toil at learning, E.Hec. 815;μ. ἅπαντ' ἐν οἰκίᾳ Pherecr.10
. -
2 μοχθήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθήεις
-
3 μόχθημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόχθημα
-
4 μοχθηρία
μοχθ-ηρία, ἡ,2 of a person, lack of skill, incapacity,τοῦ ἰατροῦ Antipho 4.2.4
;τῶν κυβερνητῶν Pl. Plt. 302a
.II mostly in moral sense, wickedness, depravity, Ar. Pl. 109, 159, Pl.Lg. 734d, etc.;τὰς μ. τῆς ἠλιθιότητος τῆς ἐμῆς Cratin. 188
;ἀρεταὶ καὶ μοχθηρίαι Arist.EN 1129b24
: with a political connotation, τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μ. chief of the rascaldom (i.e. of the Radical party) up there (on earth), Ar.Ra. 425.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρία
-
5 μοχθηρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρόομαι
-
6 μοχθηρός
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th. 257;ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph. 254
; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach. 165, Ra. 1175; ; of conditions,μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46
; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch. 752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib. 505a;μ. ἔχειν Arist.Pol. 1254b1
: [comp] Comp.,μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R. 343e
: [comp] Sup. - ότατα, διακείμενοι Id.Erx. 406
.2 in bad condition, ;ἱμάτιον Cratin.207
; ; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8;μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107
;μ. τραγῳδία Arist.Metaph. 1090b20
; ; ;ἀγωγή PTeb.24.57
(ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210
.II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; , cf. Pl.Men. 91e;τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl. 1003
; of acts, etc.,μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510
;ὑφοψία μ. OGI315.58
(Pessinus, ii B. C.);ῥῆμα μ. SIG1175.5
(Piraeus, iv/iii B. C.);μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13
(v.l. - ότερον Adv. [comp] Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14 ) argues that like other Adjs. in - ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra. 1175, Pl. 391; cf. πονηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρός
-
7 μοχθητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθητέον
-
8 μοχθίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθίζω
-
9 μόχθος
A toil, hardship, distress,ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. Hes.Sc. 306
; μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά, Pi.O.8.7, N.5.48: freq. in Trag., A.Ch. 921, S.Ph. 480, etc.: also in pl., toils, troubles, hardships, A.Pr. 541 (lyr.), etc.; of the labours of Heracles, S.Tr. 1101, 1170; μ. τέκνων for them, E.Med. 1261 (lyr.); μόχθον ἀμφὶ πράγμασι Epigr. ap. Aeschin.3.184; Ἀπελλείου μ. γραφίδος, of a picture, APl.4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf.μ. καὶ ταλαιπωρίη Democr.223
;ἐλευθέριοι μ. X.Smp.2.4
;διὰ μόχθων Id.Cyr.1.6.25
: freq. in LXX, Ex.18.8, al.;κόπος καὶ μ. 1 Ep.Thess.2.9
; μ. implies hardship, πόνος work (but μ. is said to be Cret. forπόνος AB1096
). -
10 μοχθόω
-
11 μοχθώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθώδης
-
12 μόχθος
Grammatical information: m.Meaning: `exertion, difficulty, distress, misery' (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).Compounds: often as 2. member, e.g. πολύ-μοχθος `with much exertion' (trag., Arist.), also as building-technical expression in πρό-μοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., also Delos IIa).Derivatives: 1. μοχθ-ηρός `laborious, miserable, worthless, bad' with μοχθηρ-ία `bad condition' (IA.), - όομαι `be laborious' (Aq.). 2. μοχθ-ήεις (Nic.), - ώδης (Vett. Val.) `id.' Verbs: 1. μοχθ-έω, also with ἐκ- a.o., `exert oneself, exist with difficulty' (poet. since K 106) with μοχθήματα pl. `exertions' (trag.); 2. μοχθ-ίζω `id.' (poet. since Β 273; metr. variant of 1., s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. μοχθ-όω `tire' (Aq.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To μόγος, μογέω (s.v.) with expressive enlarging θ, cf. ἄχθος, ὄχθος, βρόχθος a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *μόγσ-θος (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *μόγσ-τος are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. myakṣ- `stick fast'); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. mōlēs. - If the words show a variation γ\/χθ, it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects μοττίας ᾡ̃ στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα H. as Cretan from *μοκτίας.Page in Frisk: 2,261-262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόχθος
См. также в других словарях:
Müde — Müde, r, ste, adj. et adv. von einer Arbeit, vom Wachen, oder durch eine Bemühung der nöthigen Kräfte beraubt. 1) Eigentlich, wo diese Empfindung eine Wirkung der Mühe ist, und einen geringern Grad derselben ausdruckt, als matt. Müde seyn, müde… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek
καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… … Dictionary of Greek
καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
ολβήεις — ὀλβήεις, εσσα, (Α) (ποιητ. τ.) όλβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος + κατάλ. ήεις (πρβλ. μοχθ ήεις)] … Dictionary of Greek
ομιχλήεις — ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, εσσα, εν (Α) ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. ήεις (πρβλ. μοχθ ήεις, τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… … Dictionary of Greek