Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φοῖβος

См. также в других словарях:

  • Φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • φοιβός — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ή, όν, Α βλ. Φοίβος …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δέλφης, Φοίβος — (Δελφοί Βοιωτίας 1909 – 1988). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιώργου Κανέλλου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε κυρίως ποιήματα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί… …   Dictionary of Greek

  • Феб — (Φοϊβος) один из эпитетов древнегреческого бога Аполлона, как божества света (φοίβος чистый, светлый, одного корня С φάος, эол. φαϋος из φάFος). См. Аполлон …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • φοῖβον — φοῖβος pure masc acc sg φοῖβος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβε — Φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβε — φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβοι — Φοῖβος pure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»