Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλότητα

См. также в других словарях:

  • φιλότητα — φιλότης friendship fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότηθ' — φιλότητα , φιλότης friendship fem acc sg φιλότητι , φιλότης friendship fem dat sg φιλότητε , φιλότης friendship fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότητ' — φιλότητα , φιλότης friendship fem acc sg φιλότητι , φιλότης friendship fem dat sg φιλότητε , φιλότης friendship fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …   Dictionary of Greek

  • λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …   Dictionary of Greek

  • νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»