Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δέος

См. также в других словарях:

  • δέος — fear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το τα αισθήματα φόβου και ανησυχίας που συνοδεύουν το θαυμασμό μας για κάτι που είναι πέρα από τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. — ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δέη — δέος fear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δέος fear neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖος — δέος fear neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείους — δέος fear neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείων — δέος fear neut gen pl (doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῶν — δέος fear neut gen pl (attic epic doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέεος — δέος fear neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»