Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διώκειν

См. также в других словарях:

  • διώκειν — διώκω cause to run pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гоню — гнать, укр. гоню, гонити, ст. слав.гоню, гонити διώκειν, болг. гоня, сербохорв. го̀нити, го̏ни̑м, словен. gonim, goniti, чеш. honiti, польск. gonic, н. луж. gonis шляться . Первонач. итер. к гнать, гон. Родственно лит. ganyti, ganaũ, лтш. ganît …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • терять — яю, сврш. потерять, укр. теряти, др. русск. терѧти губить, разорять (Дан. Зат., Новгор. I летоп.; см. Срезн. III, 952), потерѧти погубить (Сказ. о Соломоне, Пам. стар. лит. 3, 63), перетеряти – то же (Соф. 2 летоп. под 1485 г.), сербск. цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …   Dictionary of Greek

  • περισοβώ — έω, Α 1. απομακρύνω, διώχνω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, κάνω να περιέλθει κάτι γρήγορα γύρω γύρω, περιφέρω (α. «παῑ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει αὐτοῑς ποτήριον ἀκράτου», Μέν. β. «ἐς τοὺς ἄλλους συνεχῶς περιεσοβεῑτο ἡ κύλιξ», Λουκιαν.) 2. περιτρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • σπερύνειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπείρειν, θυμοῡσθαι, ἀπειλεῑν, διώκειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ τού σπείρω, κατά τα ρ. σε ύνω] …   Dictionary of Greek

  • σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»