Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠφέλειαν

См. также в других словарях:

  • ὠφέλειαν — ὠφέλεια help fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Κούρσουλας, Νικόλαος — (Ζάκυνθος ; – Άγιον Όρος 1652;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της θεολογίας και της φιλολογίας (1625). Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έζησε για ορισμένο… …   Dictionary of Greek

  • Πετρίδης, Πλάτων — (1790 – 1852). Λόγιος και ευεργέτης. Καταγόταν από το Νόκοβο Λινζουρίας της Β. Ηπείρου και μικρός εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια του εκεί Άγγλου πρεσβετή Elgin σπούδασε στην Αγγλία και το 1812… …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …   Православная энциклопедия

  • КАТЕХИЗИС — [греч. κατήχησις; лат. catechismus, catechesis], жанр христ. вероучительной лит ры. Как пособие для первоначального усвоения наиболее важных понятий и положений вероучения и церковной жизни К. предполагает краткость, ясность и однозначность… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»