Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπρεπής

См. также в других словарях:

  • εὐπρεπής — well looking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ευπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει άψογη εξωτερική εμφάνιση. 2. αυτός που συμφωνεί με τους καλούς τρόπους, ευγενής, κόσμιος: Ευπρεπής συμπεριφορά (αντίθ. απρεπής) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπρέπης — εὐπρεπέω to be seemly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπῆ — εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπρεπής well looking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπέστερον — εὐπρεπής well looking adverbial comp εὐπρεπής well looking masc acc comp sg εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπεστάτων — εὐπρεπής well looking fem gen superl pl εὐπρεπής well looking masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπεστέρων — εὐπρεπής well looking fem gen comp pl εὐπρεπής well looking masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπέα — εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπές — εὐπρεπής well looking masc/fem voc sg εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπέστατα — εὐπρεπής well looking adverbial superl εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»