Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταπονεῖ

См. также в других словарях:

  • καταπονεῖ — καταπονέω subdue pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπονέω subdue pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταπονέω subdue pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπονέω subdue pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνει — καταπονέω subdue pres imperat act 2nd sg (attic epic) καταπονέω subdue pres imperat act 2nd sg (attic epic) καταπονέω subdue imperf ind act 3rd sg (attic epic) καταπονέω subdue imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

  • ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοκαμψόδυνος — δακτυλοκαμψόδυνος, ον (Α) αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»] …   Dictionary of Greek

  • καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • τρυσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< τρυσι (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …   Dictionary of Greek

  • καταπονώ — και καταπονάω καταπόνησα και καταπόνεσα, καταπονήθηκα, καταπονημένος 1. προξενώ μεγάλο κόπο σε κάποιον, τον κατακουράζω: Τον καταπονεί το σκάψιμο. 2. προξενώ μεγάλο πόνο: Αυτό το δόντι με καταπόνεσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»