Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαιμόν

См. также в других словарях:

  • λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • гъртаньныи — (1*) пр. ♦ Печаль гъртаньна˫а – чревоугодие: Кореньѥ житиискыи(м) грѣхомъ ѥсть печаль гортанъна˫а. (περὶ τὸν λαιμόν ἀσχολία) Пч к. XIV, 80 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CANIS Carcharias — ex marinorum Canum generibus, quorum tria recenset Aelian. Histor. l. 1. c. 8. tantae magnitudinis est, ut cetis robustissimis annumerari iure possit; ab asperitate et acumine dentium sic dictus. Alii lamiam et lamnam vocant, ἀπ` τȏυ ἔχειν μέγαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JUGULARE — vox in sacris usitata. Lev. c. 1. v. 5. ubi de bove in holocaustum oblato, et iugulabit iuvencum coram Iehova et offerentes filii Aharonis Sacerdotes sanguinem illius spargent sanguinem illum circumquaque super illud altare. Nempe, postquam bos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LAMIA — I. LAMIA Praetor, in rogum, pro mortuo coniectus. Plin. l. 7. c. 52. Piorat. Ael. Lamiae dedicavit Od. 17. Carm. l. 3. II. LAMIA dicta quasi Λαίμια ἀπὸ τοῦ ἔχειν μέγαν λαιμὸν, quod habeat magnum guttur. Duris Histor. l. 2. rer. Libyc. tradit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»