-
1 τινά
τινα, τιςany one: masc /fem acc sgτινα, τιςany one: neut nom /voc /acc pl -
2 τίνα
τίνα (= Lat. -
3 τινα
кого-нибудького-либо некого кого-то какое-то какую-то какого-то каким некоторое какую какое кому-либо Τίνα τίνα τινά τινὰΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τινα
-
4 τινὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τινὰ
-
5 τινά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τινά
-
6 Τίνα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Τίνα
-
7 τίνα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τίνα
-
8 τίνα
τίςmasc /fem acc sgτίςneut nom /voc /acc plτινα, τιςany one: masc /fem acc sgτινα, τιςany one: neut nom /voc /acc pl -
9 τινὰ (1)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > τινὰ (1)
-
10 τινὰ (2)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > τινὰ (2)
-
11 τινα
τιςany one: masc /fem acc sgτιςany one: neut nom /voc /acc pl -
12 ὅ-τινα
-
13 καμπαρ(ν)τίνα
η1) плащ, макинтош; летнее пальто; 2) габардин -
14 καμπαρ(ν)τίνα
η1) плащ, макинтош; летнее пальто; 2) габардин -
15 κακολογέω\ τινά
-
16 μετέρχομαι\ τινα
-
17 περιἐστηκά\ τινα
-
18 ποθέν\ τινά
-
19 ἀποκωλύω\ τινά
препятствую чему, не допускаю кого -
20 τιν'
τινᾰ, τιςany one: masc /fem acc sgτινᾰ, τιςany one: neut nom /voc /acc plτινῐ, τιςany one: dat sgτινε, τιςany one: nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
τινά — τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνα — τίς masc/fem acc sg τίς neut nom/voc/acc pl τινα , τις any one masc/fem acc sg τινα , τις any one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνα — ἡ, Α βυτίο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tina «χύτρα οίνου»] … Dictionary of Greek
τινα — τις any one masc/fem acc sg τις any one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπαρ(ν)τίνα, η — και γκαμπαρ(ν)τίνα, η (λ. γαλλ.) 1. μάλλινο ύφασμα χωρίς χνούδι, που είναι σχεδόν αδιάβροχο. 2. πανωφόρι που κατασκευάζεται από τέτοιο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιν' — τινᾰ , τις any one masc/fem acc sg τινᾰ , τις any one neut nom/voc/acc pl τινῐ , τις any one dat sg τινε , τις any one nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… … Hofmann J. Lexicon universale
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… … Dictionary of Greek