Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τροφᾶς

См. также в других словарях:

  • τροφᾶς — τροφεύς one who brings up masc acc pl τροφή nourishment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφάς — τροφά̱ς , τροφή nourishment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BUCCELLARIUS — recentioris aevi Scriptotibus dictus est, qui priori aetate Scurra, corpore Custos, Domesticus, Protector Ptincipis, Adsecula, Agaso; Graecisque ὁ παραμένων, qui semper stat ad Domini iussa paratus nec ab eius latere absistit, appellatus est. Sic …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HEBDOMAS — I. HEBDOMAS Graece Ἐβδομὰς, proprie septimus dies Ioseph. de Eslenis, Καὶ ταῖς ἑβδομάσιν ἔργων ἐφάπτεςθαι διαφορώτατα Ι᾿ουδαίων᾿ οὐ μόνοι γὰρ τροφὰς ἑαυτοῖς πρὸ ἡμέρας μιᾶς παραςκευάζουσιν, ὡς μηδὲ πῦρ εναύοιεν ενείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, κτλ. Et singulis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MERCENARIA — Militia, sin???lectu causae, grande nefas. Sicut enim socicates bellicae, eo mitae animô, ut in quodvis bellum nullô causae discrimine promittantrur auxilia, illicitae; Ita nullum vitae genus est improbius, quam eorum, qui sine causae respectu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… …   Dictionary of Greek

  • σπάνις — εως, η, ΝΑ σπανιότητα νεοελλ. (λόγιος τ.) 1. (οικον.) η ανεπάρκεια τής ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους 2. φρ. α) «σπάνις εισροών» έλλειψη συντελεστών παραγωγής β) «σπάνις εκροών» (οικον.) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»