Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποτηρίου

См. также в других словарях:

  • ποτηρίου — ποτήριον drinking cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …   Dictionary of Greek

  • λαγυνοθήκη — λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • μάνης — μάνης, ὁ (Α) 1. είδος ποτηριού 2. μικρό χάλκινο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι κότταβος* 3. είδος βολής κατά το παιχνίδι τών κύβων 4. ο δούλος 5. ως κύριο όν. ὁ Μάνης α) (στους κωμικούς) όνομα δούλου από τη Φρυγία β) προσωνυμία… …   Dictionary of Greek

  • νεστορίς — νεστορίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέστωρ, ορος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Κυκλωπ ίς), είδος ποτηριού που ονομάστηκε έτσι από το ποτήρι τού Νέστορος] …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… …   Dictionary of Greek

  • Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • куб — I II. тело прямоугольной формы с одинаковыми гранями; (мат.) тройная степень . Заимств. через нем. Kubus или непосредственно из лат. cubus, от греч. κύβος игральная кость; кубическое тело , о котором см. Вальде–Гофм. 1, 297. II род. п. куба I.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»