Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποτηρίου

  • 1 stem

    I 1. [stem] noun
    1) (the part of a plant that grows upward from the root, or the part from which a leaf, flower or fruit grows; a stalk: Poppies have long, hairy, twisting stems.) μίσχος
    2) (the narrow part of various objects, eg of a wine-glass between the bowl and the base: the stem of a wine-glass / of a tobacco-pipe.) στέλεχος,πόδι(ποτηριού),σωλήνας(πίπας)
    3) (the upright piece of wood or metal at the bow of a ship: As the ship struck the rock, she shook from stem to stern.) στείρα(κοράκι)πλώρης
    2. verb
    ((with from) to be caused by: Hate sometimes stems from envy.) προέρχομαι,πηγάζω
    II [stem] past tense, past participle - stemmed; verb
    (to stop (a flow, eg of blood).) ανακόπτω

    English-Greek dictionary > stem

  • 2 tumbler

    1) (a large drinking glass: a tumbler of whisky.) ποτήρι
    2) (a tumblerful.) περιεχόμενο ποτηριού
    3) (an acrobat (who performs the acrobatic tricks on the ground).) ακροβάτης

    English-Greek dictionary > tumbler

  • 3 tumblerful

    noun (the amount contained by a tumbler: two tumblerfuls of water.) περιεχόμενο ποτηριού

    English-Greek dictionary > tumblerful

  • 4 дно

    дна ουδ.
    1. πυθμένας, πάτος, βυθός, φόντος, φούντο•

    дно корабля ο πυθμένας του καραβιού•

    дно стакана ο πάτος του ποτηριού•

    моря ο βυθός της θάλασσας•

    перевернуть вверх дном αναποδογυρίζω.

    2. μτφ. τα κατακάθια της κοινωνίας.
    εκφρ.
    золотое дно – ανεξάντλητος πλούτος (θησαυρός)•
    до дна – ως τον πάτο, όλο•
    пустить ή отправлять на дно – βυθίζω•
    ни дна ни покрышки – χαΐρι να μην ιδείς (ιδεί κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > дно

  • 5 стакан

    α.
    1. ποτήρι•

    принесите стакан воды φέρτε ένα ποτήρι νερό.

    2. (τεχ.) εξαρτήματα σχήματος ποτηριού.
    3. (στρατ.) κάλυκας βλήματος πυροβόλου.

    Большой русско-греческий словарь > стакан

  • 6 стаканный

    επ.
    του ποτηριού.

    Большой русско-греческий словарь > стаканный

См. также в других словарях:

  • ποτηρίου — ποτήριον drinking cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …   Dictionary of Greek

  • λαγυνοθήκη — λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • μάνης — μάνης, ὁ (Α) 1. είδος ποτηριού 2. μικρό χάλκινο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι κότταβος* 3. είδος βολής κατά το παιχνίδι τών κύβων 4. ο δούλος 5. ως κύριο όν. ὁ Μάνης α) (στους κωμικούς) όνομα δούλου από τη Φρυγία β) προσωνυμία… …   Dictionary of Greek

  • νεστορίς — νεστορίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέστωρ, ορος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Κυκλωπ ίς), είδος ποτηριού που ονομάστηκε έτσι από το ποτήρι τού Νέστορος] …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… …   Dictionary of Greek

  • Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • куб — I II. тело прямоугольной формы с одинаковыми гранями; (мат.) тройная степень . Заимств. через нем. Kubus или непосредственно из лат. cubus, от греч. κύβος игральная кость; кубическое тело , о котором см. Вальде–Гофм. 1, 297. II род. п. куба I.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»