Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποτηρίου

  • 21 ἐντός

    ἐντός adv. of place (Hom.+; ins, pap, LXX, JosAs 2:4; EpArist, Philo, Joseph., Just.. D 2, 6) in our lit. functions only as prep. w. gen.
    pert. to a specific area inside someth., inside, within, within the limits of (Lucian, Dial. Mort. 14, 5; JosAs 2:4 ἐ. τοῦ θαλάμου; Jos., Bell. 3, 175 τ. πόλεως ἐντός; 7, 26; Just., D. 2, 6 ὀλίγου … ἐ. χρόνου) τοῦ θυσιαστηρίου within the sanctuary IEph 5:2; ITr 7:2. ἐάν τις τούτων ἐ. ᾖ if anyone is in their company (i.e. the comp. of faith, hope, and love) Pol 3:3.—In ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν Lk 17:21 (cp. Ox 654, 16=GTh 3=JBL 65, ’46, 177; also s. WSchubart, ZNW 20, 1921, 215–23), ἐ. ὑμῶν is probably patterned after ἐν σοί (=[God] is among you) Is 45:14, but with Lk preferring ἐντός in the sense among you, in your midst, either now or suddenly in the near future (cp. X., Hell. 2, 3, 19 ἐ. τούτων, An. 1, 10, 3 ἐ. αὐτῶν [on the relevance of the second X. passage, s. Field, Notes 71 and s. Roberts below]; POxy 2342, 8 [102 A.D.], of a woman who keeps a supply of wine ἐντὸ αὑτῆ ‘under her own control’; Ps 87:6 Sym.; cp. Jos., Ant. 6, 315; Arrian, Anab. 5, 22, 4 ἐ. αὐτῶν=in their midst; so NRSV text, and s. Noack and Bretscher below). The sense within you, in your hearts has linguistic support in Ps 38:4; 102:1; 108:22, all ἐντός μου; s. also Jos., Ant. 5, 107, but Lk generally avoids ref. to God’s reign as a psychological reality. The passage has invited much debate: AWabnitz, RTQR 18, 1909, 221ff; 289ff; 456ff; CBruston, ibid. 346ff; BEaston, AJT 16, 1912, 275–83; KProost, TT 48, 1914, 246ff; JHéring, Le royaume de Dieu et sa venue ’37; PAllen, ET 50, ’39, 233–35; ASledd, ibid. 235–37; WKümmel, Verheissung u. Erfüllung ’45, 17ff; BNoack, D. Gottesreich bei Lk (17:20–24) ’48; CRoberts, HTR 41, ’48, 1–8, citing PRossGeorg III, 1, 9: ἵνα ἐντός μου αὐτὸ εὕρω; HCadbury, Christian Century 67, ’50, 172f ( within your possession or reach; cp. Tertullian, Adv. Marc. 4, 35), cp. Pol 3:3 above and JGriffiths, ET 63, ’51/52, 30f; HRiesenfeld, Nuntius 2, ’49, 11f; AWikgren, ibid. 4, ’50, 27f; PBretscher, CTM 15, ’44, 730–66; 22, ’51, 895–907. W. stress on the moral implications, RFrick, Beih. ZNW 6, 1928, 6–8, s. ARüstow, ZNW 51, ’60, 197–224; JZmijewski, D. Eschatologiereden d. LkEv, ’72, 361–97.
    pert. to what is inside an area, content τὸ ἐ. τοῦ ποτηρίου the inside of the cup=what is in the cup (cp. τὰ ἐ. τοῦ οἴκου 1 Macc 4:48, also schol. on Nicander, Alexiph. 479 τὰ ἐντός=the inside; Is 16:11) Mt 23:26.—DELG s.v. ἐν. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐντός

См. также в других словарях:

  • ποτηρίου — ποτήριον drinking cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …   Dictionary of Greek

  • λαγυνοθήκη — λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • μάνης — μάνης, ὁ (Α) 1. είδος ποτηριού 2. μικρό χάλκινο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι κότταβος* 3. είδος βολής κατά το παιχνίδι τών κύβων 4. ο δούλος 5. ως κύριο όν. ὁ Μάνης α) (στους κωμικούς) όνομα δούλου από τη Φρυγία β) προσωνυμία… …   Dictionary of Greek

  • νεστορίς — νεστορίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέστωρ, ορος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Κυκλωπ ίς), είδος ποτηριού που ονομάστηκε έτσι από το ποτήρι τού Νέστορος] …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… …   Dictionary of Greek

  • Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • куб — I II. тело прямоугольной формы с одинаковыми гранями; (мат.) тройная степень . Заимств. через нем. Kubus или непосредственно из лат. cubus, от греч. κύβος игральная кость; кубическое тело , о котором см. Вальде–Гофм. 1, 297. II род. п. куба I.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»