Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὑ-πηγ-ής

См. также в других словарях:

  • κατασκεδάζω — (Α) βλ. κατασκεδάννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. τού σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ σκέδ ασ α κατά το σχήμα ἐ πήγ ασ α: πηγ άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. δια… …   Dictionary of Greek

  • πηγετός — ὁ, Α ο παγετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + κατάλ. ετός (πρβλ. πᾰγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • πηγυλίς — ίδος, ή, Α 1. η πάχνη 2. ο πάγος, ο παγετός 3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + επίθημα υλίς (πρβλ. πιδ υλίς)] …   Dictionary of Greek

  • πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν …   Dictionary of Greek

  • πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

  • Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …   Dictionary of Greek

  • ευλάχανος — εὐλάχανος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει αφθονία λάχανων («εὐλάχανοι τόποι», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάχανον (< λαχαίνω «σκάβω» κατά τα πήγ αν ον, βοτ άν η)] …   Dictionary of Greek

  • ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα …   Dictionary of Greek

  • κολοσσιαίος — και κολοσσαίος, α, ο (Α κολοσσιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.) νεοελλ. πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα αῖος / ιαῖος (πρβλ. πηγ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»