-
1 πηγάζω
A spring, gush forth,πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι APl.4.310
(Damoch.); πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι, Ph.1.31,2.324.2 c. acc. cogn., gush forth with,νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP9.404
(Antiphil.) ;π. ῥεῖθρα Heraclit.All.9
;[Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. in Cra.p.52
P. -
2 πηγη
Grammatical information: f.Other forms: Dor. παγά.Derivatives: Dimin. πηγ-ίον (pap. IIa), - ίδιον (Suid.); the adj. - αῖος `belonging to the w.' (IA.), - ιμαῖος `id.' (Hdn. Epim.); the verb - άζω, also w. ἀνα-, κατα-, `to spring up' (Ph., AP), παγάσασθαι aor. inf. `to bathe in a w.' (Dodona; late.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Formation like πληγ-ή, λήθ-η, ζω-ή a.o.; without explanation. -- Referring to the many designations for `well' from `cold' (e.g. OCS studenьcь: studenъ, Lith. šaltìnis: šáltas, νίβα [= νίφα] χιόνα, καλεῖται δε οὕτως καὶ κρήνη ἐν Θρᾳκῃ Phot.) by Grošelj Živa Ant. 4, 173 f. connected with πήγνυμαι in the meaning `stiffened, freeze', πηγυλίς `ice-cold' (cf. also παγετώδης `ice-cold', of water: παγετός `ice'); to be considered. Cf. also Στύξ. Older lit. w. explanations which are to be rejected in Bq. - A Pre-Greek word seems quite probable.Page in Frisk: 2,525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηγη
См. также в других словарях:
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek
κατασκεδάζω — (Α) βλ. κατασκεδάννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. τού σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ σκέδ ασ α κατά το σχήμα ἐ πήγ ασ α: πηγ άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. δια… … Dictionary of Greek