Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πηγ-άζω

См. также в других словарях:

  • ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα …   Dictionary of Greek

  • κατασκεδάζω — (Α) βλ. κατασκεδάννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. τού σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ σκέδ ασ α κατά το σχήμα ἐ πήγ ασ α: πηγ άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. δια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»