-
1 παγχρύσεος
A all-golden, of pure gold,θύσανοι Il.2.448
;τόξα h.Hom.27.5
; :—also [suff] παγ-χρύσιος, ον, Alcm.23.67; [suff] πάγ-χρῡσος, ον, Pi.O.7.4;νάκος Id.P.4.68
; (lyr.);δέρας E.Med.5
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγχρύσεος
-
2 παγγενέτης
παγ-γενέτης, ου,A father of all,Ζεύς Orph.H.20.5
:—fem. [suff] παγ-γενέτειρα, mother of all,φύσις AP12.97
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγενέτης
-
3 πάγκλαυστος
A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th. 368 (lyr.), Pers. 822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El. 1085(lyr.).II [voice] Act., all-tearful, Id.Tr. 652, Ant. 831 (both lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκλαυστος
-
4 πάγχροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχροος
-
5 πάγχρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχρωμα
-
6 παγγέλοιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγέλοιος
-
7 παγγενεί
παγ-γενεί, Adv.A with one's whole race,π. τε καὶ πανδημεί Xanth.10
;ἐκριζωθήσεται π. IG3.1423
, 1424: written παγγενῆ in EM647.53, v.l. in Ael.NA17.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγενεί
-
8 παγγενέτωρ
A = παγγενέτης, Ἥλιος Orph.Fr. 236.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγενέτωρ
-
9 πάγγεος
πάγ-γεος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγγεος
-
10 παγγέωργος
παγ-γέωργος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγέωργος
-
11 παγγήρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγήρως
-
12 παγγλυκερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγλυκερός
-
13 παγγλωσσία
παγ-γλωσσία, ἡ,A wordiness, garrulity, Pi.O.2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγλωσσία
-
14 παγγόνατον
παγ-γόνατον, τό,A = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγόνατον
-
15 πάγγυμνος
πάγ-γυμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγγυμνος
-
16 παγγυναικί
παγ-γῠναικί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγυναικί
-
17 παγκαίνιστος
παγ-καίνιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκαίνιστος
-
18 πάγκακος
πάγ-κᾰκος, ον,A utterly bad, π. ἦμαρ most unlucky day, Hes.Op. 813; very noxious,τὸ ἔλαιον τοῖς φυτοῖς π. Pl.Prt. 334b
. Adv.-κως, ὀλέσθαι A. Th. 552
;δόμοις π. ἔχειν Id.Ch. 740
;π. ἔθεσαν Id.Pers. 282
codd.; ;π. διακείμενος Python 1.6
.2 of persons, utterly evil, Thgn.149, Pl.Lg. 928e, Arist.EN 1099b5: [comp] Sup.,ὦ παγκάκιστε S.Ant. 742
, E Med.465, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκακος
-
19 παγκάκουργος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκάκουργος
-
20 παγκάλλιστος
παγ-κάλλιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκάλλιστος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ισχιοπαγής — ές διπλό τέρας που αποτελείται από δύο άτομα ενωμένα στην υπογάστρια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiopage < ischio (πρβλ. ισχίον) + page (πρβλ. παγ ής < θ. παγ τού ρ. πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην)] … Dictionary of Greek
ινοπαγής — ές αυτός που αποτελείται από ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίνα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, σιδηρο παγής] … Dictionary of Greek
ισοπαγής — ἰσοπαγής, ές (Α) (για χορδές) ισοπαχής, ίσου πάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παγής < θ. παγ (πρβλ. ε πάγ ην τού πήγνυμι*), πρβλ. μεσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κηροπαγής — κηροπαγής, ές (Α) 1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί 2. κατασκευασμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην), πρβλ. δορυ παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek