Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ικός

См. также в других словарях:

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια …   Dictionary of Greek

  • ἰκός — ἴξ worm fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η …   Dictionary of Greek

  • πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] …   Dictionary of Greek

  • σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] …   Dictionary of Greek

  • τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] …   Dictionary of Greek

  • φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… …   Dictionary of Greek

  • άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… …   Dictionary of Greek

  • πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] …   Dictionary of Greek

  • πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»