-
1 ἱμαῖος
A of or for drawing water, ἱμαῖον (sc. μέλος) song of the draw-well, Call.Hec.1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d. -
2 ἱμάς-
Grammatical information: m.Meaning: `leathern strap, for drawing, lashing etc., thong of a sandal, of a door etc.', as building term `beam' (Il.; Delebecque Cheval 63, 187f.).Compounds: As 1. member e. g. in ἱμαντ-ελίκται pl. "pricker of tapes-", name of the sophists in Democr. 150, ἱμαντελιγμός name of a game (Poll. 9, 118), compounds of ἱμάντας ἑλίσσειν, cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 244 w. n. 1.Derivatives: Diminut. ἱμάντιον (Hp.), ἱμαντ-άριον (Delos IIa a. o.), - ίδιον (EM), - ίσκος (Herod.); adj. ἱμάντινος `of ropes' (Hdt., Hp.), ἱμαντώδης `rope-like' (Pl., Dsc., Gal.); denomin. verbs: 1. ἱμάσσω, aor. ἱμάσαι a) `lash' (Il.) with ἱμάσθλη `lash, whip' (Il.); also μάσθλης (through cross with μάστιξ?, cf. on μαίο-μαι; diff. on ἱμάσσω, ἱμάσθλη Schwyzer 533, 725 n. 3, Belardi Maia 2, 274ff.); b) `provide with ἱμάντες, i. e. beams' only in ἱμασσια `beams?' (IG 4, 823, 26, Troizen IVa; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 149 w. n. 1, Bechtel Dial. 2, 510, Scheller Oxytonierung 113 n. 1). 2. ἱμάσκω `wallop' (`fetter'?; Del.3 409, 7; cf. Brugmann IF 29, 214). 3. ἱμαντόω `provide with ἱμάντες, i. e. bed-clothes' in ἱμαντωμένην κλίνην (H. s. πυξ\< ίνην\>; from there ἱμάντωσις (LXX, Poll.), ἱμάντωμα H. - Besides, independent of ἱμάς, but cognate with it: 1. ἱμαῖος (sc. ᾠδή), ἱμαῖον ( μέλος, ᾳ῏σμα) `song at water scooping' (Call., Tryphon, Suid.) with ἱμαοιδός (haplolog. for ἱμαιο-αοιδός) `who sings an ἱμαῖον' (Poll., H.); 2. ἱμάω `bring (water) up with a ropel (from a well)', also metaph. (Arist., Ath.), usually ἀν-, καθ-ιμάω (Ar., X.) with ἱμητήρ ( κάδος, Delos IIa), ἱμητήριος (H. s. ἱβανατρίς), ἀν-, καθ-ίμησις (Plu.); 3. ἱμονιά `well-rope' (Com., Ph., Luc. a. o.; Scheller Oxytonierung 75f.); 4. ἱμανήθρη `id.' s. v.Etymology: As secondary formation in - ντ- (Schwyzer 526, esp. Kretschmer Glotta 14, 99f.) ἱμάς supposes a noun, that is found also in ἱμάω, ἱμαῖος, so e.g. *ἱμᾱ `rope' ( ἱμαῖος from ἱμάω like δαμαῖος from δαμάζω?; cf. Chantr. Form. 48f.); beside it we find in ἱμον-ιά (as in καθ-, κατ-ιμονεύει καθίησι, καθιεῖ H., if not free formed to ἱμονιά) an ν-stem, prob. *ἱμων; thus ἱμανήθρη through *ἱμανάω, perh. *ἱμαίνω goes back on *ἱμάνη (cf. πλεκτάνη, ἀρτάνη; this seems quite doubtful, however), or *ἷμα; cf. e. g. γνώμη: γνῶμα: γνώμων. Note the changing quantity of the anlauting vowel: against length in ἱμονιά, ἱμανήθρη, καθ-ιμάω stands a short in ἱμαῖος, mostly also in ἱμάς (except Φ 544, Κ 475 a. o., cf. Schulze Q. 181, 466 n. 1) with compp. and derivv. The change cannot go back on old ablaut (as Frisl says), but it will continue * sh₁i-, which with metathesis (to * sih₁m-) gives a long, without a short vowel; see Schrijver, Laryngals in Latin 519ff, who supposes that a stressed form resulted in the long vowel. With *ἱ̄μων agrees exactly a Germ. word for `rope', e. g. OWNo. sīmi, OS sīmo m.; with deviant meaning Skt. sīmán- m. f. `skull, boundary', IE * sī-mon-, sī-men- (note that for Germ. also * seh₁i-m- is possible); formally identical are *ἱμᾱ and Skt. sīmā f. `boundary'; an m-suffix also in Irish sim `chain'. The primary verb `bind' is still seen in Indo-Iranian, Baltic and Hittite, e. g. Skt. sy-ati, si-nā́-ti, Ptz. sĭ-ta-, Lith. sienù, siẽti, Hitt. išh̯ii̯a-, 3. sg. išh̯āi. The nominal derivv. are very numerous, a. o. OHG NHG seil (uncertain hypotheses in Specht Ursprung 227). More forms Pok. 891f. - (The group ἰβάνη, ἴβανος etc. (s. v. and s. εἴβω) is rather Pre-Greek (Kuiper Μνήμης χάριν 1, 212f.).Page in Frisk: 1,724-725Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱμάς-
-
3 εὐχωλιμαῖος
2 εὐ. θέαι, = Lat. ludi votivi, D.C.79.9.II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχωλιμαῖος
-
4 θνησιμαῖος
θνησ-ῐμαῖος, α, ον, neut. as Subst. [suff] θνης-αῖον, τό,= foreg., LXX 3 Ki.13.25, al.; τῶν θ. οὐχ ἅψεσθε ib.Le.11.8, cf. Hierocl. in CA26p.480M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θνησιμαῖος
-
5 κλοπιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλοπιμαῖος
-
6 κοινωνιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνιμαῖος
-
7 λαθριμαῖος
λαθρ-ῐμαῖος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθριμαῖος
-
8 μεταβολιμαῖος
A translaticius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολιμαῖος
-
9 νεκριμαῖος
A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av. 538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being,τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκριμαῖος
-
10 προικιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προικιμαῖος
-
11 συλλογιμαῖος
A collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete. 353b23;ἄνθρωποι Luc.Tox.19
; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογιμαῖος
-
12 συμβολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβολιμαῖος
-
13 τραχηλιμαῖος
A v. τραχηλιαῖος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλιμαῖος
-
14 τριοβολιαῖος
A = τριώβολον, Sammelb. 7378.11 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριοβολιαῖος
-
15 τριωβολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριωβολιμαῖος
-
16 τροφιμαῖος
A reared at home:αἱ τ.
the daughters of the house,Ph.
2.443 (v.l. for τροφίμαις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιμαῖος
-
17 ἀμοιβιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιβιμαῖος
-
18 ἀποβολιμαῖος
ἀποβολ-ιμαῖος, ον,2 [voice] Pass., usually thrown away, worthless, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβολιμαῖος
-
19 ἀποστολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστολιμαῖος
-
20 ἁρπαγιμαῖος
A scarcely visible, at close of month, Sch.Arat.735.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαγιμαῖος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιμαίος — ἱμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση τού νερού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται πιθ. από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek
-ιμαίος — βλ. αιος … Dictionary of Greek
-ιμιός — κατάλ. επιθ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προήλθε με συνίζηση από την κατάλ. ιμαῑος (βλ. αίος): ιμαῑος > ιμαιός > ιμιός.Παραδείγματα σε ιμιός: αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, γεννησιμιός, κλεψιμιός, παραριξιμιός, ριζιμιός … Dictionary of Greek
κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] … Dictionary of Greek
κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] … Dictionary of Greek
λαθριμαίος — λαθριμαῑος, ον (Α) λαθραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + επίθημα ιμαίος (πρβλ. επιστολ ιμαίος, κοινων ιμαίος] … Dictionary of Greek
νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) … Dictionary of Greek
υπερβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὑπερβολῇ ὢν ἢ ὁ ὑπερβολαῑς χρώμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + κατάλ. ιμαῖος (βλ. και αιος), πρβλ. ἀποβολ ιμαῖος, ὑποβολ ιμαῖος] … Dictionary of Greek
-ίμι — κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. ιμαῑος (πρβλ. κλοπ ιμαίος), δηλ. ίμι < ίμιο < ιμαιο (συνίζηση) < ίμαιον < ιμαῑον. Οι λ. σε ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι … Dictionary of Greek
γεννησιμιός — ά, ό 1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής 2. το γνήσιο τέκνο 3. φρ. «από γεννησιμιού» εκ γενετής, απ τη στιγμή τής γέννησης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γεννησ ιμαίος < γέννησις ( η) + (κατάλ.) ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)] … Dictionary of Greek
κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… … Dictionary of Greek