Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ιμαῖος

См. также в других словарях:

  • ιμαίος — ἱμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση τού νερού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται πιθ. από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] …   Dictionary of Greek

  • -ιμαίος — βλ. αιος …   Dictionary of Greek

  • -ιμιός — κατάλ. επιθ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προήλθε με συνίζηση από την κατάλ. ιμαῑος (βλ. αίος): ιμαῑος > ιμαιός > ιμιός.Παραδείγματα σε ιμιός: αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, γεννησιμιός, κλεψιμιός, παραριξιμιός, ριζιμιός …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] …   Dictionary of Greek

  • λαθριμαίος — λαθριμαῑος, ον (Α) λαθραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + επίθημα ιμαίος (πρβλ. επιστολ ιμαίος, κοινων ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) …   Dictionary of Greek

  • υπερβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὑπερβολῇ ὢν ἢ ὁ ὑπερβολαῑς χρώμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + κατάλ. ιμαῖος (βλ. και αιος), πρβλ. ἀποβολ ιμαῖος, ὑποβολ ιμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • -ίμι — κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. ιμαῑος (πρβλ. κλοπ ιμαίος), δηλ. ίμι < ίμιο < ιμαιο (συνίζηση) < ίμαιον < ιμαῑον. Οι λ. σε ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι …   Dictionary of Greek

  • γεννησιμιός — ά, ό 1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής 2. το γνήσιο τέκνο 3. φρ. «από γεννησιμιού» εκ γενετής, απ τη στιγμή τής γέννησης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γεννησ ιμαίος < γέννησις ( η) + (κατάλ.) ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»