-
1 πήγνυμι
Grammatical information: v.Meaning: to fix, to stick, to join, to congeal or to coagulate' (Il.).Other forms: Dor. Aeol. πάγ-, also - ύω (X., Arist.), πήσσω, - ττω (hell.), aor. πῆξαι ( ἔπηκτο Λ 378; Schwyzer 751; Chantraine Gramm. hom. 1, 383), pass. παγῆναι, πηχθῆ-ναι, fut. πήξω, perf. act. intr. πέπηγα (all Il.), trans. plqu. ἐπεπήχεσαν (D. C.), midd. πέπηγμαι (D. H., Arr.).Compounds: Often w. prefix, e.g. ἐν-, συν-, κατα-, παρα-. Compounds: πηγεσί-μαλλος `dense of wool' (Γ 197; - εσι- prob. only enlarging, Schwyzer 444 w. n. 4); - πηξ, e.g. in ἀντί-πηξ, - γος f. `kind of chest' (E.; Bergson Eranos 58, 12 ff.); ναυ-πηγ-ός m. `shipbuilder' (Att. etc.); - πηγ-ής and - παγ-ής, e.g. εὑ-πηγ-ής. εὑ-παγ-ής `well built' (φ 334, Pl.), περιπηγ-ής `frozen around' (Nic.); συμπαγ-ής `put together' (Pl.).Derivatives: A. From the full grade: 1. πηγός `solid, dense, strong' (ep. poet. I 124), prob. prop, `fixing' (cf. Schwyzer 459, Chantraine Form. 13); second. `white', also `black' (late poetry; wrongly concluded from Hom., Kretschmer Glotta 31, 95ff., Leumann Hom. Wörter 214 n. 8, to it also Reiter Die griech. Bez. der Farben weiß, grau und braun 74 f.). 2. πηγάς, - άδος f. `hoar-frost, rime' (Hes.); 3. πηγυλίς f. `frosty, icecold' (ξ 476, A. R.), `hoar-frost, rime' (AP a.o.). 3. πῆγμα ( διά-, παρά-, σύμ-, πρόσ- πήγνυμι a.o.) n. `smth. joint together, stage, scaffold etc.' (Hp., hell.; coni. ap. A. Ag. 1198), - μάτιον (Ph., Procl.); 4. πῆξις ( σύμ-, ἔκ-, ἔμ- πήγνυμι a.o.) f. `fixing, fastening, coagulation' (Hp., Arist.); πήγνυσις f. `id.' (Ps.-Thales). 5. πηκτός, Dor. πᾱκ- ( κατά-, σύμ-, εὔ- πήγνυμι a.o.) `solid etc.' (in Att.); πηκτή f. `set up net, framework' (Ar., Arist.), πακτά f. `fresh cheese' (Theoc. a.o.; cf. Rohlfs ByzZ 37, 47); ἐμπήκτης m. `one who sticks up (the Athen. judicial notes)' (Arist.; Fraenkel Nom. ag. 2, 74); πηκτίς (Dor. Aeol. πακ-), - ίδος f. name of a Lydian harp (IA.); πηκτικός ( ἐκ- πήγνυμι) `making coagulate, congeal' (Thphr.. Dsc.). 6. πηγετός m. = παγ- (D. P.). -- B. From the zero grade: πάγος, - ετός, - ερός, πάγη, πάξ, πάχνη, s. vv. (not πάσσαλος); also πάγιος `stout, solid' (Pl., Arist.) and παγεύς m. `pedestal' (Hero). Further also πᾰκ-τός in καταπακ-τός, (Hdt.) and πακτό-ω ( ἐπι-, ἐμ- πήγνυμι) `to fix' (IA.; πακτός for trad. πηκτός in Hom.?; Wackernagel Unt. 11 f.).Etymology: Beside the νυ-present πήγ-νυ-μι (with second. full grade) stands in Latin and Germ. a zero grade formation with nasalinfix: Lat. pa-n-g-ō `consolidate, fix together' (on the semant. agreement between Greek and Lat. Schulze KZ 57, 297 = Kl. Schr. 217), Germ., e.g. Goth. fahan, OHG fāhan from PGerm. * fa-n-χ-an (IE *paḱ- beside *paǵ-) `fasten, catch'. An analogous pair is ζεύγ-νυ-μι: iu-n-g-ō. Also the reduplicated perfekt πέ-πηγ-α has a formal agreement in Lat. pe-pig-ī with zero grade as in opt. πεπαγοίην (Eup.). Phonet. identical are further πηγός and pāgus m. `district, village'; also, with secondary full grade, πηκτός and com-pāctus, πῆξις and com-pācti-ō. The original zero grade is in πακτός and păctus ( sum, beside păciscor) retained. Zero grade also, without direct connection with the Greek formations πάγος etc., in Germ., e.g. OS fac n. `encompassing frontier, NHG Fach. -- An aspirated byform Meillet finds BSL 36, 110 in Arm. p'akem `close, shut off'. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 2 f., Pok. 787f., W.-Hofmann s. pangō and pacīscō. (Not here πήγανον.)Page in Frisk: 2,525-526Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πήγνυμι
-
2 γλαγοπήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαγοπήξ
-
3 κλινοπήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπήξ
-
4 κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλό-πηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυσταλλόπηκτος
-
5 συμπήξ
-
6 ἁρματοπήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματοπήξ
-
7 κίναδος
κίναδος, - εοςGrammatical information: n.Meaning: Sicil. word fr `fox' (Call. Com. 1 D., sch. Theoc. 5, 25), `beast, monster' (Democr. 259), of people `cunning rogue' (Att.); acc. to H. = θηρίον, ὄφις;Derivatives: Diminutive κινάδιον (Harp.). PN Κινάδης, Κινάδων (Bechtel, Pers.namen 582). κινάδ-ρα ἀλώπηξ H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίναδος
См. также в других словарях:
ευπήξ — εὐπήξ, ῆγος, και δωρ. τ. ευπάξ (Α) ο ευπηγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. αντί πηξ, κατά πηξ] … Dictionary of Greek
κλινοπήξ — κλινοπήξ, ῆγος, ὁ (Μ) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο πήξ, κρυσταλλο πήξ] … Dictionary of Greek
κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek
ναμασιπήξ — ναμασιπήξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πήξει, που έχει κρυσταλλωθεί μετά από εξάτμιση τού νερού («ἃλς ναμασιπήξ», Αγλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δοτ. πληθ. νάμασι τής λ. νάμα «νερό πηγής» (πρβλ. ναυσί πομπος»), + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο… … Dictionary of Greek
νεόπηξ — νεόπηξ, ὁ (Α) νεοπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατά πηξ)] … Dictionary of Greek
πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] … Dictionary of Greek
πήχτρα — η, Ν 1. οποιοδήποτε πράγμα συμπυκνωμένο, πηχτό, παχύρρευστο («η σούπα σου είναι πήχτρα») 2. μτφ. πυκνό πλήθος («η πλατεία είναι πήχτρα από κόσμο») 3. μτφ. (για σκοτάδι) πυκνό («το σκοτάδι ήταν πήχτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού… … Dictionary of Greek
συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] … Dictionary of Greek
αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek