Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δείπνου

См. также в других словарях:

  • δείπνου — δεί̱πνου , δεῖπνον meal neut gen sg δεῖπνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вечерѧ — ВЕЧЕР|Ѧ (98), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Вечерний прием пищи, ужин: призъвавъ же келарѩ гл҃а ѥмоу. да приготовиши на вечерю брашьна на ˫адь кънѩзю. ЖФП XII, 53г; ныне въ критѣ на вечери прѣсто˫алъ ѥсмь кнѩзоу срачиньскомоу. ЧудН XII, 71б; ˫Ако не подобаѥть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • AGRIONIA — festa erant apud Boestios, quae in honorem Bacchi quotannis celebrabantur. Varia autem Baccho cognomenta veteres tribuerunt; atque, ut omittam quae nihil ad institutum praesens faciunt, eorum duo sunt, benignitatis; Μειλίχιος i. e. Mitis, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PINCERNA — ministerpocula mensae ingerens: qualis Ganymedes, a Diis raptus, fertur Iovi pocula ministrâsse. Unde Ausonius, Technopaegniô, v. 19. de Historiis. Stat Iovis ad cyathum, generat quem Dardanius Tros. Seneca, Ep. 47. Alius vini minister, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRANDIUM — Plutarcho παἰ ἔνδιον, quod Meridie sumeretur, antiquitus in usu non erat, Servius Honor. in Aen. l. 4. Unde Isidor. Etymolog. l. 2. c. 20. Est autem, inquit, cena vespertinus cibus, quam vespertinam antiqui dicebant, in usu enim non erant prandia …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… …   Dictionary of Greek

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»