Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προκατασκευή

См. также в других словарях:

  • προκατασκευή — preparatory training fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευῇ — προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg (doric) προκατασκευάζω fut ind act 3rd sg (doric) προκατασκευή preparatory training fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευαῖς — προκατασκευή preparatory training fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαί — προκατασκευή preparatory training fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευήν — προκατασκευή preparatory training fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαστικός — ἡ, ὁ / προκατασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [προκατασκευάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκατασκευή, προπαρασκευαστικός. επίρρ... προκατασκευαστικῶς ΝΑ με προκατασκευή, κατά τρόπο προπαρασκευαστικό …   Dictionary of Greek

  • Polybe — Pour les articles homonymes, voir Polybe (homonymie). Frontispice de l’Abrégé des Commentaires de M. de Folard sur l histoire de Polybe, 1754 Polybe, en grec ancien …   Wikipédia en Français

  • Polybe (historien) — Polybe Pour les articles homonymes, voir Polybe (homonymie). Frontispic …   Wikipédia en Français

  • ПОЛИБИЙ —    • Polybĭus,          Πολύβιος,        1. из Мегалополя, сын стратега Ликорта, старинного друга Филопэмена, родился между 212 214 гг. до Р. X. О его юности нам мало известно. Но все его историческое сочинение показывает, что он получил… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»